Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
ability /əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία; USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά

GT GD C H L M O
abject /ˈæb.dʒekt/ = ADJECTIVE: άθλιος, αξιοθρήνητος, απελπισμένος, απεχθής, καταπτοήμενος, περιφρονήτεος, απόβλητος, απόκληρος, δουλικός, ταπεινός, χαμερωπής, ταπεινωτικός, ελεεινός; USER: άθλιος, απεχθής, άθλια, άθλιες, έσχατη

GT GD C H L M O
able /ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να; USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
accelerating /əkˈsel.ə.reɪt/ = VERB: επιταχύνω; USER: επιτάχυνση, επιταχύνοντας, την επιτάχυνση, η επιτάχυνση, επιτάχυνση της

GT GD C H L M O
access /ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο; USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση

GT GD C H L M O
accessible /əkˈses.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: προσιτός, προσπελάσιμος, δεκτικός; USER: προσιτός, πρόσβαση, προσβάσιμο, προσβάσιμα, προσβάσιμη

GT GD C H L M O
according /əˈkôrd/ = VERB: συμφωνώ, χορηγώ, παρέχω; USER: σύμφωνα με, σύμφωνα, ανάλογα, ανάλογα με

GT GD C H L M O
accordingly /əˈkɔː.dɪŋ.li/ = ADVERB: επομένως, αναλογώς, συμφωνώς προς; USER: επομένως, αναλόγως, Κατά συνέπεια, ανάλογα, συνέπεια

GT GD C H L M O
account /əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση; VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν; USER: λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω

GT GD C H L M O
accounting /əˈkaʊn.tɪŋ/ = NOUN: λογιστική; ADJECTIVE: λογιστικός; USER: λογιστική, λογιστικής, λογιστικών, λογιστικές, αντιπροσωπεύοντας

GT GD C H L M O
accounts /əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση; VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν; USER: λογαριασμών, λογαριασμούς, λογαριασμοί, των λογαριασμών, τους λογαριασμούς

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
activated /ˈaktəˌvāt/ = VERB: θέτω εις ενέργειαν, δραστηριοποιώ; USER: ενεργοποιείται, ενεργοποιημένη, ενεργοποιούνται, ενεργοποιηθεί, ενεργοποιημένο

GT GD C H L M O
activities /ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες; USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές

GT GD C H L M O
actual /ˈæk.tʃu.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός; USER: πραγματικός, πραγματική, πραγματικό, πραγματικές, πραγματικής

GT GD C H L M O
added /ˈæd.ɪd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω; USER: προστέθηκε, προστεθεί, προστιθέμενη, προστίθεται, πρόσθεσε

GT GD C H L M O
adding /æd/ = NOUN: άθροιση; ADJECTIVE: αθροιστικός, αθροιζών; USER: προσθήκη, προσθέτοντας, την προσθήκη, προσθήκης, η προσθήκη

GT GD C H L M O
addition /əˈdɪʃ.ən/ = NOUN: πρόσθεση; USER: πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, Εκτός από, Εκτός από

GT GD C H L M O
additional /əˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: επιπλέον, πρόσθετος; USER: επιπλέον, πρόσθετος, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα

GT GD C H L M O
address /əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση; VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ; USER: διεύθυνση, τη διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθύνσεων, τόπο

GT GD C H L M O
addresses /əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση; VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ; USER: διευθύνσεις, διευθύνσεων, τις διευθύνσεις, διεύθυνση, στην διεύθυνση

GT GD C H L M O
adds /æd/ = USER: προσθέτει, προστίθεται

GT GD C H L M O
adjust /əˈdʒʌst/ = VERB: προσαρμόζω, ρυθμίζω, κανονίζω, διευθετώ; USER: προσαρμόσει, προσαρμογή, ρυθμίστε, προσαρμοστούν, ρυθμίσετε

GT GD C H L M O
administration /ədˌmɪn.ɪˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: διαχείριση, διοίκησις, διαχείρησις; USER: διαχείριση, χορήγηση, διοίκηση, διοίκησης, χορήγησης

GT GD C H L M O
admission /ədˈmɪʃ.ən/ = NOUN: είσοδος, εισδοχή, αποδοχή, παραδοχή; USER: εισδοχή, είσοδος, αποδοχή, παραδοχή, εισαγωγή

GT GD C H L M O
advantage /ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: πλεονέκτημα, όφελος, προτέρημα; USER: πλεονέκτημα, όφελος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματος, πλεονεκτήματα

GT GD C H L M O
after /ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν; USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη

GT GD C H L M O
against /əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία; USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια

GT GD C H L M O
agenda /əˈdʒen.də/ = NOUN: ημερήσια διάταξη, διάταξη; ADJECTIVE: ημερήσια, πρακτέα; USER: ημερήσια διάταξη, ημερήσια, διάταξη, ημερήσιας διάταξης, ατζέντα

GT GD C H L M O
alert /əˈlɜːt/ = ADJECTIVE: άγρυπνος, έξυπνος, πανέτοιμος, σβέλτος, έτοιμος για δράση; NOUN: συναγερμός; USER: ειδοποιεί, alert, ειδοποιούν, προειδοποιούν, προειδοποιήσει

GT GD C H L M O
alerts /əˈlɜːt/ = NOUN: ale, ζύθος, είδος μπύρας; USER: ειδοποιήσεις, ενημερώνεστε, καταχωρήσεων, προειδοποιήσεις, Alerts

GT GD C H L M O
algorithms /ˈalgəˌriT͟Həm/ = NOUN: αλγόριθμος; USER: αλγόριθμοι, αλγορίθμων, αλγορίθμους, αλγόριθμους, αλγόριθμων

GT GD C H L M O
aligned /ˌnɒn.əˈlaɪnd/ = ADJECTIVE: ευθυγραμμισμένος; USER: ευθυγραμμισμένος, ευθυγραμμιστεί, ευθυγραμμίζονται, ευθυγραμμίζεται, ευθυγραμμισμένα

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
allocation /ˈæl.ə.keɪt/ = NOUN: κατανομή, διανομή; USER: κατανομή, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή

GT GD C H L M O
allow /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, να επιτρέψει, επιτρέψουν

GT GD C H L M O
allowed /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπεται, κατοικίδια, επιτρέπονται, επέτρεψε, επιτραπεί

GT GD C H L M O
allowing /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέποντας, επιτρέπει, που επιτρέπει, επιτρέπουν, που επιτρέπουν

GT GD C H L M O
allows /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει

GT GD C H L M O
already /ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα; USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
amount /əˈmaʊnt/ = NOUN: ποσό; VERB: ανέρχομαι, συμποσούμαι; USER: ποσό, ποσότητα, ποσού, ύψος, ποσό που, ποσό που

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
analysis /əˈnæl.ə.sɪs/ = NOUN: ανάλυση, ψυχανάλυση; USER: ανάλυση, ανάλυσης, την ανάλυση, αναλύσεις, αναλύσεως

GT GD C H L M O
analytics /ˌanlˈitiks/ = USER: analytics, αναλύσεων, αναλυτικά, Analytics για

GT GD C H L M O
analyze /ˈæn.əl.aɪz/ = VERB: αναλύω; USER: αναλύσει, ανάλυση, αναλύσουν, αναλύουν, αναλύει

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
announced /əˈnaʊns/ = VERB: αναγγέλλω, αγγέλω; USER: ανακοίνωσε, ανήγγειλε, ανακοίνωσε την, ανακοινώθηκε, ανακοίνωσαν

GT GD C H L M O
another /əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος; USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
anytime /ˈen.i.taɪm/ = USER: οποτεδήποτε, ανά πάσα στιγμή, οποιαδήποτε στιγμή, πάσα στιγμή, όποτε

GT GD C H L M O
anywhere /ˈen.i.weər/ = ADVERB: οπουδήποτε; USER: οπουδήποτε, πουθενά, όλο, σε όλο, οποιοδήποτε

GT GD C H L M O
ap = USER: ap, ΑΠ, ΑΡ, Αερολιμένας

GT GD C H L M O
api /ˌeɪ.piˈaɪ/ = USER: api, ΑΡΙ, την API, API για

GT GD C H L M O
application /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
apply /əˈplaɪ/ = VERB: εφαρμόζω, κάνω αίτηση, επιθέτω, απευθύνομαι; USER: ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν

GT GD C H L M O
approach /əˈprəʊtʃ/ = NOUN: προσέγγιση; VERB: πλησιάζω; USER: προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, προσέγγιση της

GT GD C H L M O
approval /əˈpruː.vəl/ = NOUN: έγκριση, επιδοκιμασία; USER: έγκριση, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, έγκρισή

GT GD C H L M O
approve /əˈpruːv/ = VERB: εγκρίνω, επιδοκιμάζω; USER: εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει

GT GD C H L M O
approved /əˈpruːvd/ = VERB: εγκρίνω, επιδοκιμάζω; USER: εγκεκριμένο, εγκρίθηκε, εγκριθεί, εγκρίνει, ενέκρινε

GT GD C H L M O
apt /æpt/ = ADJECTIVE: κατάλληλος, ικανός, επιρρεπής; USER: κατάλληλος, ικανός, apt, ικανό, ικανή

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
around /əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω; USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
asap /ˌeɪ.es.eɪˈpiː/ = USER: asap, το συντομότερο δυνατόν, συντομότερο δυνατόν

GT GD C H L M O
aspects /ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις; USER: πτυχές, θέματα, πτυχών, τις πτυχές, πτυχές που

GT GD C H L M O
assay /əˈseɪ/ = NOUN: χημική δοκιμή; VERB: αναλύω, δοκιμάζω; USER: δοκιμασία, δοκιμασίας, ανίχνευση, προσδιορισμός, προσδιορισμού

GT GD C H L M O
asset /ˈæs.et/ = NOUN: κεφάλαιο, προσόν; USER: προσόν, κεφάλαιο, περιουσιακό στοιχείο, ενεργητικού, περιουσιακού στοιχείου

GT GD C H L M O
assets /ˈaset/ = NOUN: ακίνητη περιουσία, ενεργητικόν; USER: ενεργητικού, περιουσιακά στοιχεία, περιουσιακών στοιχείων, στοιχεία ενεργητικού, περιουσιακά

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
attributes /ˈæt.rɪ.bjuːt/ = NOUN: γνωρίσματα; USER: γνωρίσματα, χαρακτηριστικά, ιδιότητες, χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων

GT GD C H L M O
authorization /ˌɔː.θər.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: εξουσιοδότηση; USER: εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, έγκρισης

GT GD C H L M O
authorizations /ˌɔː.θər.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: εξουσιοδότηση; USER: άδειες, αδειών, εγκρίσεις, εγκρίσεων, τις άδειες

GT GD C H L M O
authorized /ˈɔː.θər.aɪz/ = VERB: εξουσιοδοτώ, εγκρίνω; USER: εξουσιοδοτημένο, άδεια, επιτρέπεται, εγκριθεί, επιτρέπονται

GT GD C H L M O
auto /ˈɔː.təʊ/ = PREFIX: αυτο-; USER: auto, αυτοκινήτων, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματο

GT GD C H L M O
automated /ˈɔː.tə.meɪt/ = USER: αυτοματοποιημένη, αυτοματοποιημένο, αυτοματοποιημένες, αυτοματοποιημένα, αυτόματη

GT GD C H L M O
automatically /ˌɔː.təˈmæt.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: αυτομάτως; USER: αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα, αυτ ματα

GT GD C H L M O
automation /ˈɔː.tə.meɪt/ = NOUN: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός; USER: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός, αυτοματισμού, αυτοματοποίησης, αυτοματισμό

GT GD C H L M O
availability /əˌveɪ.ləˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: διαθεσιμότητα, διαθεσιμότης; USER: διαθεσιμότητα, διαθεσιμότητας, τη διαθεσιμότητα, διάθεση, η διαθεσιμότητα

GT GD C H L M O
available /əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος; USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη

GT GD C H L M O
average /ˈæv.ər.ɪdʒ/ = NOUN: μέσος, μέσος όρος; VERB: υπολογίζομαι κατά μέσον όρον, υπολογίζω; USER: μέσος όρος, μέσος, μέσο όρο, μέση, μέσο, μέσο

GT GD C H L M O
avoid /əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω; USER: αποφύγετε, αποφεύγονται, αποφυγή, αποφευχθεί, αποφεύγεται

GT GD C H L M O
back /bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν; NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος; VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή

GT GD C H L M O
backend = USER: backend, οπίσθιο μέρος, οπίσθιο, σύστημα υποστήριξης, το backend

GT GD C H L M O
backup /ˈbæk.ʌp/ = ADJECTIVE: εφεδρικός; USER: αντιγράφων ασφαλείας, δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας, δημιουργήσετε αντίγραφα ασφαλείας, στήριγμα, αντίγραφα ασφαλείας

GT GD C H L M O
backups /ˈbæk.ʌp/ = USER: backups, αντιγράφων ασφαλείας, αντίγραφα ασφαλείας, δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας, αντίγραφα

GT GD C H L M O
backwards /ˈbæk.wədz/ = ADVERB: προς τα πίσω, ανάποδα; USER: προς τα πίσω, ανάποδα, πίσω, τα πίσω

GT GD C H L M O
balance /ˈbæl.əns/ = NOUN: ισορροπία, υπόλοιπο, ισοζύγιο, ισολογισμός, κλείσιμο λογαριασμών, πλαστίγκα; VERB: ισορροπώ, ισολογίζω, ζυγίζω; USER: ισορροπία, εξισορρόπηση, ισορροπίας, εξισορροπήσει, ισορροπήσει

GT GD C H L M O
balances /ˈbæl.əns/ = NOUN: ισορροπία, υπόλοιπο, ισοζύγιο, ισολογισμός, κλείσιμο λογαριασμών, πλαστίγκα; USER: υπόλοιπα, ισορροπίες, υπολοίπων, τα υπόλοιπα, ισοζύγια

GT GD C H L M O
base /beɪs/ = NOUN: βάση, θεμέλιο, χαμερπής, πέδιλο σιδηροτροχίας, βάση δύναμης αριθμού; VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βασική

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
bases /ˈbeɪ.sɪz/ = NOUN: βάση, θεμέλιο, χαμερπής, πέδιλο σιδηροτροχίας, βάση δύναμης αριθμού; VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάσεις, βάσεων, τις βάσεις, βάσεις που, βάσης

GT GD C H L M O
basic /ˈbeɪ.sɪk/ = ADJECTIVE: βασικός, θεμελιώδης; USER: βασικός, βασικές, βασικού, βασική, βασικών

GT GD C H L M O
basis /ˈbeɪ.sɪs/ = NOUN: βάση, αρχή; USER: βάση, βάσει, βάσης, βάσεις, με βάση

GT GD C H L M O
bb = ABBREVIATION: ΒΒ, πανσιόν με ύπνο και πρόγευμα; USER: βΒ, BB, β β, BB Η

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
become /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
before /bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να; ADVERB: μπροστά, ενώπιο; PREPOSITION: μπροστά; USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από

GT GD C H L M O
beginning /bɪˈɡɪn.ɪŋ/ = NOUN: αρχή; USER: αρχή, αρχίζουν, ξεκινούν, αρχίζει, έναρξη, έναρξη

GT GD C H L M O
behavior /bɪˈheɪ.vjər/ = NOUN: συμπεριφορά, συμπεριφορά, διαγωγή, διαγωγή, τακτική, τακτική; USER: συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, συμπεριφορά των

GT GD C H L M O
behind /bɪˈhaɪnd/ = ADVERB: πίσω, όπισθεν, καθυστερημένος; USER: πίσω, πίσω από, όπισθεν

GT GD C H L M O
bellies /ˈbel.i/ = NOUN: κοιλιά, στομάχι, κοιλιακή χώρα; USER: κοιλιές, κοιλιακή χώρα, κοιλιά, τις κοιλιές, στομάχια

GT GD C H L M O
best /best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος; VERB: υπερτερώ, νικώ; USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη

GT GD C H L M O
better /ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο; ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος; VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω; NOUN: αυτός που στοιχηματίζει; USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες

GT GD C H L M O
between /bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα; ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ; USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του

GT GD C H L M O
bill /bɪl/ = NOUN: νομοσχέδιο, λογαριασμός, τιμολόγιο, χαρτονόμισμα, γραμμάτιο, πρόγραμμα, ράμφος πτηνού, επίσημο έγγραφο, μεσαιωνικό δόρυ με λόγχη και πελέκι; VERB: τοιχοκολλώ διαφημιστικές αφίσες, στέλνω λογαριασμό; USER: νομοσχέδιο, λογαριασμός, λογαριασμό, λογαριασμού, νομοσχεδίου

GT GD C H L M O
billet /ˈbɪl.ɪt/ = VERB: καταυλίζω; NOUN: κατάλυμα στρατού, κορμός ξύλου, δελτίο παραχώρησης καταλύματος σε στρατιώτη; USER: καταυλίζω, billet, μπιγέτας, πρίσματων, μπιγέτα

GT GD C H L M O
both /bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι; USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο

GT GD C H L M O
box /bɒks/ = NOUN: κουτί, κιβώτιο, θεωρείο, κιβωτός, ράπισμα, κτύπημα; VERB: θέτω εις κιβώτιο, πυγμαχώ; USER: κουτί, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, θέση

GT GD C H L M O
broken /ˈbrəʊ.kən/ = ADJECTIVE: σπασμένος, απένταρος; USER: σπασμένος, σπάσει, σπασμένα, κατανέμονται, αναλύονται, αναλύονται

GT GD C H L M O
browser /ˈbraʊ.zər/ = USER: περιήγησης, πρόγραμμα περιήγησης, φυλλομετρητή, προγράμματος περιήγησης, περιηγητή

GT GD C H L M O
browsers /ˈbraʊ.zər/ = USER: browsers, περιήγησης, φυλλομετρητές, περιηγητές, προγράμματα περιήγησης

GT GD C H L M O
budget /ˈbʌdʒ.ɪt/ = NOUN: προϋπολογισμός; VERB: προϋπολογίζω; USER: προϋπολογισμός, προϋπολογισμού, προϋπολογισμό, του προϋπολογισμού, τον προϋπολογισμό

GT GD C H L M O
build /bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω; USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει

GT GD C H L M O
bulk /bʌlk/ = NOUN: όγκος, κύριο μέρος; ADJECTIVE: χονδρικός; VERB: έχω όγκο ή μέγεθος; USER: όγκος, κύριο μέρος, χύμα, χύδην, μεγαλύτερο μέρος

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
businessman /ˈbɪz.nɪs.mən/ = NOUN: επιχειρηματίας; USER: επιχειρηματίας, επιχειρηματία, επιχειρηματίας που, επιχειρηματία που

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
buyer /ˈbaɪ.ər/ = NOUN: αγοραστής, παραγγελιοδότης; USER: αγοραστής, αγοραστή, αγοραστών, ο αγοραστής

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
bypassed /ˈbaɪ.pɑːs/ = USER: παρακάμπτεται, παρακαμφθεί, παρακάμπτονται, παρέκαμψε, παράκαμψη

GT GD C H L M O
calculate /ˈkæl.kjʊ.leɪt/ = VERB: υπολογίζω, λογαριάζω; USER: υπολογισμό, υπολογίσει, τον υπολογισμό, υπολογίζει, υπολογίζουν

GT GD C H L M O
calculations /ˌkæl.kjʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: λογαριασμός, υπολογίσμος; USER: υπολογισμοί, υπολογισμούς, υπολογισμών, οι υπολογισμοί, τους υπολογισμούς

GT GD C H L M O
call /kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη; VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call

GT GD C H L M O
called /kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε

GT GD C H L M O
campaign /kæmˈpeɪn/ = NOUN: εκστρατεία, καμπάνια, εξόρμηση; VERB: εκστρατεύω; USER: εκστρατεία, καμπάνια, εκστρατείας, καμπάνιας, εκστρατεία για

GT GD C H L M O
campaigns /kæmˈpeɪn/ = NOUN: εκστρατεία, καμπάνια, εξόρμηση; USER: εκστρατείες, καμπάνιες, εκστρατειών, ενημερωτικές εκστρατείες, τις καμπάνιες

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
cancel /ˈkæn.səl/ = VERB: ακυρώνω, διαγράφω, ματαιώνω, αναβάλλω; NOUN: ματαίωση; USER: ακύρωση, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακύρωσης

GT GD C H L M O
capabilities /ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα; USER: δυνατότητες, ικανότητες, δυνατοτήτων, ικανοτήτων, τις δυνατότητες

GT GD C H L M O
capacity /kəˈpæs.ə.ti/ = NOUN: ικανότητα, χωρητικότητα, ιδιότητα, θέση, αξίωμα, πνευματική αντίληψη; USER: ικανότητα, χωρητικότητα, ιδιότητα, ικανότητας, χωρητικότητας

GT GD C H L M O
capturing /ˈkæp.tʃər/ = VERB: αιχμαλωτίζω, συλλαμβάνω, κατακτώ, κυριεύω; USER: σύλληψη, συλλαμβάνοντας, τη σύλληψη, καταγραφή, την καταγραφή

GT GD C H L M O
case /keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής; VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο; USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση

GT GD C H L M O
cast /kɑːst/ = NOUN: καλούπι, εκμαγείο, βλήμα, ιδιάζο χαρακτηριστικό, μήτρα, πρόσωπα δράματος, διανομή ρόλων; VERB: πετώ, απορρίπτω, ρίπτω, χύνω μέταλλο; USER: ρίχνει, χυτό, ρίξει, πετάχτηκε, θέσει

GT GD C H L M O
catalog /ˈkæt.əl.ɒɡ/ = NOUN: κατάλογος; VERB: καταχωρώ σε κατάλογο, συντάσσω κατάλογο, καταγράφω; USER: κατάλογος, κατάλογό, καταλόγου, κατάλογο, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

GT GD C H L M O
categories /ˈkæt.ə.ɡri/ = NOUN: κατηγορία, τάξη; USER: κατηγορίες, κατηγοριών, τις κατηγορίες, κατηγορία

GT GD C H L M O
centralization /ˈsen.trə.laɪz/ = NOUN: συγκέντρωση, συγκεντρωτισμός; USER: συγκέντρωση, συγκεντρωτισμός, συγκέντρωσης, συγκεντρωτισμό, συγκεντρωτισμού

GT GD C H L M O
centralized /ˈsen.trə.laɪz/ = VERB: συγκεντρώνω; USER: συγκεντρωτική, κεντρική, συγκεντρωτικό, κεντρικού, κεντρικής

GT GD C H L M O
certain /ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής; USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι

GT GD C H L M O
certainly /ˈsɜː.tən.li/ = ADVERB: σίγουρα, ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια, φυσικά, μάλιστα; USER: σίγουρα, ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια, βέβαιο

GT GD C H L M O
challenge /ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού; VERB: προκαλώ; USER: πρόκληση, προκαλώ, διώξει, αμφισβητήσει, αμφισβητήσουν

GT GD C H L M O
change /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν

GT GD C H L M O
changed /tʃeɪndʒd/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: άλλαξε, αλλάξει, άλλαξαν, αλλάζει, μεταβληθεί

GT GD C H L M O
changes /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές

GT GD C H L M O
changing /ˈtʃeɪn.dʒɪŋ/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβαλλόμενες, αλλάζει, την αλλαγή, αλλάζοντας

GT GD C H L M O
channel /ˈtʃæn.əl/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: κανάλι, δίαυλος, καναλιού, καναλιών, διαύλου

GT GD C H L M O
characters /ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος; USER: χαρακτήρες, χαρακτήρων, τους χαρακτήρες, χαρακτήρες που

GT GD C H L M O
charge /tʃɑːdʒ/ = NOUN: χρέωση, επιβάρυνση, δαπάνη, κατηγορία, γόμωση, έξοδα, εποπτεία, επίθεση, μήνυση, φροντίδα, κηδεμονία; VERB: φορτίζω; USER: χρέωση, επιβάρυνση, δαπάνη, υπεύθυνος, επιφορτισμένες

GT GD C H L M O
chart /tʃɑːt/ = NOUN: διάγραμμα, πίνακας, λογιστικό σχέδιο, ναυτικός χάρτης, χάρτης υδρογραφικός, χαρτογραφία; VERB: χαρτογραφώ; USER: διάγραμμα, γράφημα, χαράξουμε, χαράξει, σχεδιάσει

GT GD C H L M O
charter /ˈtʃɑː.tər/ = NOUN: ναύλωση, καταστατικός χάρτης; VERB: ναυλώνω, παραχωρώ προνόμιο; USER: ναύλωση, καταστατικός χάρτης, Χάρτη, τσάρτερ, ναύλωσης

GT GD C H L M O
chasing /CHās/ = VERB: κυνηγώ, καταδιώκω, διώκω, τρέχω από πίσω, λαξεύω, σκαλίζω; USER: κυνηγώντας, κυνηγούν, κυνηγάει, κυνήγι, κυνηγάμε

GT GD C H L M O
check /tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση; VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω; USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη

GT GD C H L M O
checked /tʃekt/ = ADJECTIVE: τσεκαρισμένος, τετραγωνισμένος; USER: ελέγχθηκαν, ελέγχονται, ελέγχεται, ελεγχθεί, ελεγχθούν

GT GD C H L M O
checks /tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση; VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω; USER: ελέγχους, ελέγχων, έλεγχοι, επιταγές, τους ελέγχους

GT GD C H L M O
chicks /CHik/ = USER: νεοσσών, νεοσσοί, νεοσσούς, οι νεοσσοί, γκόμενες,

GT GD C H L M O
child /tʃaɪld/ = NOUN: παιδί, τέκνο; USER: παιδί, τέκνο, παιδιού, παιδιών, παιδιά

GT GD C H L M O
choose /tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, να επιλέξουν, επιλέξουν, επιλέγουν

GT GD C H L M O
citrix = USER: Citrix, της Citrix, το Citrix, την Citrix

GT GD C H L M O
city /ˈsɪt.i/ = NOUN: πόλη, μεγαλούπολη, άστυ; USER: πόλη, πόλης, της πόλης, Σίτι, Πόλη του

GT GD C H L M O
clear /klɪər/ = ADJECTIVE: σαφής, αίθριος, διαυγής, καθαρός, διαφανής, πλήρης, φανερός, ευδιάκριτος, ξάστερος, απαλαγμένος; ADVERB: καθαρά, εντελώς; VERB: καθαρίζω, αθωώνω; USER: σαφής, σαφές, καθαρίσετε, καταργήστε, διώξει

GT GD C H L M O
click /klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος; VERB: ταιριάζω, κροτώ; USER: κλικ, κάντε κλικ, πατήστε, κάντε κλικ στο, κάντε κλικ στο κουμπί

GT GD C H L M O
client /ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, client

GT GD C H L M O
cloud /klaʊd/ = NOUN: σύννεφο, νέφος, νεφέλη; VERB: συννεφιάζω, βουρκώνω; USER: σύννεφο, νέφος, cloud, νέφους, νεφών

GT GD C H L M O
coat /kəʊt/ = NOUN: παλτό, στρώμα, επίστρωμα, πανωφόρι, επικάλυμμα, σακάκι, επάλειψη, ζακέτα, φόρεμα, τρίχωμα ζώου; VERB: αλείφω, επικαλύπτω, επιχρίω, επιστρώνω; USER: παλτό, στρώση, επίστρωση, τρίχωμα, στρώμα

GT GD C H L M O
cockpit /ˈkɒk.pɪt/ = NOUN: στίβος κοκκορομαχιών, πεδίο μαχών, θέση αεροπόρου, καμπίνα πιλότου; USER: cockpit, πιλοτήριο, πιλοτηρίου, κόκπιτ, θάλαμο διακυβέρνησης

GT GD C H L M O
code /kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα; VERB: κρυπτογραφώ; USER: κωδικός, κώδικας, κωδικό, κώδικα, κωδικού

GT GD C H L M O
color /ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρώμα, χρώμα, χρωματισμός, χρωματισμός, μπογιά, μπογιά, σημαία, σημαία; ADJECTIVE: χρωματικός, χρωματικός; VERB: χρωματίζω, χρωματίζω, βάφω, βάφω, παίρνω χρώμα, παίρνω χρώμα; USER: χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη

GT GD C H L M O
columns /ˈkɒl.əm/ = NOUN: στήλες; USER: στήλες, στηλών, κίονες, κολώνες, κολόνες

GT GD C H L M O
combination /ˌkɒm.bɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: μάχη, πάλη, αγών; VERB: μάχομαι, πολεμώ; USER: συνδυασμός, συνδυασμό, συνδυασμού, ο συνδυασμός

GT GD C H L M O
combined /kəmˈbaɪn/ = VERB: συνδυάζω, συνενώνω, συνδυάζομαι, ενώνω; USER: σε συνδυασμό, συνδυασμό, συνδυάζονται, συνδυάζεται, συνδυαστούν

GT GD C H L M O
comes /kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά

GT GD C H L M O
coming /ˈkʌm.ɪŋ/ = NOUN: ερχομός, έλευση; ADJECTIVE: ερχόμενος; USER: έλευση, έρχονται, προέρχονται, έρχεται, που προέρχονται

GT GD C H L M O
communicate /kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω; USER: επικοινωνώ, επικοινωνούν, ανακοινώνουν, κοινοποιούν, επικοινωνία

GT GD C H L M O
communication /kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα; USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών

GT GD C H L M O
commute /kəˈmjuːt/ = VERB: ανταλάσσω, χρησιμοποιώ εισιτήριο διάρκειας, ανταλλάσσω, εναλλάσσω, μετατρέπω; USER: μετακίνηση, μετατρέψει, μετακινούνται, μετατρέψουν, ανταλάσσει

GT GD C H L M O
compact /kəmˈpækt/ = NOUN: συμπαγής, συμφωνία, συμβόλαιο, πουδριέρα, σύμβαση, θήκη πούδρας; ADJECTIVE: συμπαγός, πυκνός; VERB: συμπυκνώνω; USER: συμπαγής, συμπαγές, συμπαγή, compact, συμπαγείς

GT GD C H L M O
companies /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
comparison /kəmˈpær.ɪ.sən/ = NOUN: σύγκριση, παρομοίωση, παράθεση; USER: σύγκριση, σύγκρισης, σχέση, συγκρίσεις, comparison

GT GD C H L M O
comparisons /kəmˈpær.ɪ.sən/ = NOUN: σύγκριση, παρομοίωση, παράθεση; USER: συγκρίσεις, συγκρίσεων, οι συγκρίσεις, σύγκριση, τις συγκρίσεις

GT GD C H L M O
compatible /kəmˈpæt.ɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: σύμφωνος, συμβιβάσιμος, εν αρμονία; USER: συμβατό, συμβατή, συμβατές, συμβατά, συμβατών

GT GD C H L M O
complement /ˈkɒm.plɪ.ment/ = NOUN: συμπλήρωμα; VERB: συμπληρώνω; USER: συμπλήρωμα, συμπληρώνουν, συμπληρώσει, συμπληρώνει, συμπλήρωση

GT GD C H L M O
complete /kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός; VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω; USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε

GT GD C H L M O
comply /kəmˈplaɪ/ = VERB: συμμορφώνομαι, συμμορφούμαι; USER: συμμορφώνονται, συμμορφώνεται, συμμορφωθεί, συμμορφωθούν, τηρούν

GT GD C H L M O
component /kəmˈpəʊ.nənt/ = NOUN: συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, μέρος; ADJECTIVE: συνθετικός; USER: συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, στοιχείο, συστατικού

GT GD C H L M O
components /kəmˈpəʊ.nənt/ = NOUN: συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, μέρος; USER: εξαρτήματα, συνιστώσες, συστατικά, στοιχεία, εξαρτημάτων

GT GD C H L M O
concept /ˈkɒn.sept/ = NOUN: έννοια, ιδέα, σχέδιο, γενική ιδέα; USER: έννοια, ιδέα, έννοιας, αντίληψη, έννοια της

GT GD C H L M O
configurable = USER: ρύθμισης, ρυθμιζόμενο, διαμόρφωσης, παραμετροποιήσιμο, δυνατότητα ρύθμισης

GT GD C H L M O
configuration /kənˌfɪɡ.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: διαμόρφωση, σύνθεση, σχηματισμός; USER: διαμόρφωση, διαμόρφωσης, διάταξη, ρυθμίσεων, ρύθμιση

GT GD C H L M O
configure /kənˈfɪɡ.ər/ = USER: ρυθμίσετε, διαμορφώσετε, να ρυθμίσετε, ρυθμίσετε το, διαμόρφωση

GT GD C H L M O
configured /kənˈfɪɡ.ər/ = USER: ρυθμιστεί, διαμορφωθεί, διαμορφωμένη, διαμορφωμένο, διαμορφώνεται

GT GD C H L M O
confirm /kənˈfɜːm/ = VERB: επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, χρίω; USER: επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώσετε, επιβεβαίωση, επιβεβαιώνουν

GT GD C H L M O
connect /kəˈnekt/ = VERB: συνδέω, συνδέομαι; USER: συνδεθείτε, συνδέστε, σύνδεση, συνδέσετε, συνδέουν

GT GD C H L M O
connection /kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία; USER: σύνδεση, σχέση, σύνδεσης, πλαίσιο, σύνδεση στο

GT GD C H L M O
considered /kənˈsɪd.əd/ = VERB: θεωρώ, εξετάζω, σκέπτομαι, μελετώ, λαμβάνω υπ' όψιν; USER: θεωρούνται, θεωρείται, θεωρηθούν, θεωρείται ότι, εξέτασε

GT GD C H L M O
consistent /kənˈsɪs.tənt/ = ADJECTIVE: συνεπής, σταθερός; USER: συνεπής, συνεπή, συνάδει, συνεπείς, σύμφωνη

GT GD C H L M O
console /kənˈsəʊl/ = NOUN: κονσόλα; VERB: παρηγορώ; USER: κονσόλα, παρηγορήσει, κονσόλας, παρηγορήσω, παρηγορήσουν

GT GD C H L M O
consumed /kənˈsjuːm/ = VERB: καταναλώνω, καταναλίσκω, δαπανώ, καταβροχθίζω, ξοδεύω, σπαταλώ, εξοδεύω; USER: καταναλώνεται, καταναλώνονται, καταναλωθεί, που καταναλώνονται, που καταναλώνεται

GT GD C H L M O
consumption /kənˈsʌmp.ʃən/ = NOUN: καταναλωτής

GT GD C H L M O
contain /kənˈteɪn/ = VERB: περιέχω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, διαιρούμαι, περικλείω, περιλαμβάνω, χωρώ, περιορίζω; USER: περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνει, περιλαμβάνουν, να περιέχουν

GT GD C H L M O
content /kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, ευχαρίστηση; ADJECTIVE: ικανοποιημένος, ευχαριστημένος; VERB: ευχαριστώ, ικανοποιώ; USER: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, το περιεχόμενο

GT GD C H L M O
continue /kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι; USER: να συνεχίσει, συνεχίσει, συνεχίζουν, συνεχίσετε, συνεχίσουν, συνεχίσουν

GT GD C H L M O
control /kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης; VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω; USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει

GT GD C H L M O
conventions /kənˈven.ʃən/ = NOUN: σύμβαση, συνέλευση, συνέδριο, συνήθεια; USER: συμβάσεις, συμβάσεων, τις συμβάσεις, συνέδρια, συμβάσεις που

GT GD C H L M O
convert /kənˈvɜːt/ = VERB: μετατρέπω, σφετερίζομαι, προσηλυτίζω; NOUN: προσήλυτος; ADJECTIVE: προσήλυτος; USER: μετατρέπουν, μετατροπή, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή

GT GD C H L M O
copies /ˈkɒp.i/ = NOUN: αντίγραφο, αντίτυπο, αντιγραφή, κόπια, ύλη; VERB: αντιγράφω; USER: αντίγραφα, αντιγράφων, αντίτυπα, τα αντίγραφα, αντιτύπων

GT GD C H L M O
copying /ˈkɒp.i/ = VERB: αντιγράφω; USER: αντιγραφή, αντιγραφής, την αντιγραφή, αντιγράφοντας, αντιγράφετε, αντιγράφετε

GT GD C H L M O
corps /kɔːr/ = NOUN: σώμα; USER: σώμα, Σώματος, Corps, σωμάτων, σώματα

GT GD C H L M O
correct /kəˈrekt/ = ADJECTIVE: σωστός, ορθός, ακριβής; VERB: διορθώνω, σωφρονίζω, τιμωρώ; USER: διορθώσει, διόρθωση, διορθώσουν, διορθώσετε, διορθώνει, διορθώνει

GT GD C H L M O
corresponding = ADJECTIVE: αντίστοιχος; USER: αντίστοιχος, αντίστοιχη, αντιστοιχεί, αντίστοιχο, αντίστοιχες

GT GD C H L M O
cost /kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο; VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ; USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους

GT GD C H L M O
costing /ˈkɒs.tɪŋ/ = NOUN: κοστολόγηση; USER: κοστολόγηση, κοστίζει, κοστολόγησης, κοστίζουν, κόστος

GT GD C H L M O
costings /ˈkɒs.tɪŋ/ = NOUN: κοστολόγηση; USER: κοστολόγηση, κοστολογήσεις, κοστολόγηση με, τις κοστολογήσεις, κοστολογήσεις που,

GT GD C H L M O
costs /kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα; USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες

GT GD C H L M O
could /kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε

GT GD C H L M O
count /kaʊnt/ = NOUN: αρίθμηση, μέτρημα, κόμης, λογαριασμός, κεφάλαιο κατηγορίας; VERB: υπολογίζω, μετρώ, λογαριάζω, θεωρώ, αριθμώ; USER: αρίθμηση, υπολογίζω, αδύναμη, μετράνε, μετρήσει

GT GD C H L M O
covered /-kʌv.əd/ = ADJECTIVE: σκεπαστός; USER: καλύπτονται, καλύπτεται, που καλύπτονται, που, καλύπτει

GT GD C H L M O
create /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει

GT GD C H L M O
creates /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργεί, δημιουργούν, δημιουργείται, προκαλεί

GT GD C H L M O
creating /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας

GT GD C H L M O
creation /kriˈeɪ.ʃən/ = NOUN: δημιουργία, κτίση, πλάση; USER: δημιουργία, δημιουργίας, τη δημιουργία, σύσταση, δημιουργία θέσεων

GT GD C H L M O
credit /ˈkred.ɪt/ = NOUN: πίστωση, πίστη, έπαινος, υπόληψη, πεποίθηση, βερεσές, τιμή; VERB: πιστώνω, δίνω πίστωση, πιστεύω; USER: πίστωση, πίστη, πιστωτική, πιστωτικών, πιστωτικές

GT GD C H L M O
criteria /krīˈti(ə)rēən/ = NOUN: κριτήριο; USER: κριτήρια, τα κριτήρια, κριτηρίων, κριτήρια που, κριτήρια της

GT GD C H L M O
cumulative /ˈkyo͞omyələtiv,-ˌlātiv/ = ADJECTIVE: σωρευτικός, συσσωρευτικός, επισωρευτικός; USER: σωρευτικός, σωρευτική, σωρευτικό, σωρευτικές, αθροιστική

GT GD C H L M O
currencies /ˈkʌr.ən.si/ = NOUN: νόμισμα, νομίσματα, συνάλλαγμα, χρήματα, χαρτονομίσματα, κυκλοφορία, νόμισμα χώρας; USER: νομίσματα, νομισμάτων, Νόμισμα, τα νομίσματα

GT GD C H L M O
currently /ˈkʌr.ənt/ = ADVERB: τη στιγμή; USER: τη στιγμή, σήμερα, επί του παρόντος, στιγμή, παρόντος

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
customers /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών

GT GD C H L M O
cycle /ˈsaɪ.kl̩/ = NOUN: κύκλος, ποδήλατο, περίοδος, μοτοσυκλέτα; VERB: ποδηλατώ, κάνω ποδήλατο; USER: κύκλος, κύκλου, κύκλο, του κύκλου, τον κύκλο

GT GD C H L M O
dashboard /ˈdæʃ.bɔːd/ = NOUN: ταμπλό, πίνακας όργανων αυτοκίνητου, ταμπλό αυτοκίνητου, πίνακας όργανων αεροπλάνου; USER: ταμπλό, πίνακα εργαλείων, πίνακα οργάνων, ταμπλώ, ταμπλό του αυτοκινήτου

GT GD C H L M O
dashboards /ˈdæʃ.bɔːd/ = NOUN: ταμπλό, πίνακας όργανων αυτοκίνητου, ταμπλό αυτοκίνητου, πίνακας όργανων αεροπλάνου; USER: ταμπλό, πίνακες, dashboards, πίνακες εργαλείων, πίνακες οργάνων

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
database /ˈdeɪ.tə.beɪs/ = NOUN: βάση δεδομένων; USER: βάση δεδομένων, βάσης δεδομένων, δεδομένων, βάση, βάσεων δεδομένων

GT GD C H L M O
date /deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα; VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού; USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που

GT GD C H L M O
dates /deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα; USER: ημερομηνίες, ημερομηνιών, τις ημερομηνίες, ημερομηνίες που

GT GD C H L M O
days /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρες, μέρες, ημερών, τις μέρες, ημέρα, ημέρα

GT GD C H L M O
decide /dɪˈsaɪd/ = VERB: αποφασίζω, κρίνω, καθορίζω, αποφαίνομαι; USER: αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, να αποφασίσει, αποφασίσουν, αποφασίσουν

GT GD C H L M O
decision /dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση; USER: απόφαση, απόφασης, αποφάσεως, αποφάσεων, απόφασή

GT GD C H L M O
decisions /dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση; USER: αποφάσεις, αποφάσεων, οι αποφάσεις, τις αποφάσεις, αποφάσεις που

GT GD C H L M O
decrease /dɪˈkriːs/ = NOUN: μείωση, ελάττωση, ύφεση; VERB: μειώ, μειώνω, ελαττώνω, ελαττύ, ελαττούμαι; USER: μείωση, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνεται

GT GD C H L M O
default /dɪˈfɒlt/ = NOUN: αθέτηση, παράλειψη, αμέλεια, απουσία, παράβαση συμβολαίου, φυγοδικία; VERB: αθετώ, ερημοδικώ; USER: αθέτηση, προεπιλογή, προεπιλεγμένη, προεπιλεγμένο, προεπιλεγμένες

GT GD C H L M O
define /dɪˈfaɪn/ = VERB: καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω, ερμηνεύω; USER: ορίζουν, καθορίσουν, καθορίζουν, καθορίσει, καθορίζει

GT GD C H L M O
defined /diˈfīn/ = VERB: καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω, ερμηνεύω; USER: ορίζεται, καθορίζεται, ορίζονται, που ορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
delete /dɪˈliːt/ = VERB: διαγράφω, σβήνω, αφαιρώ, απαλείφω, εξαλείφω; USER: διαγραφή, διαγράψετε, διαγράψτε, διαγράψει, διαγραφεί

GT GD C H L M O
deleting /dɪˈliːt/ = VERB: διαγράφω, σβήνω, αφαιρώ, απαλείφω, εξαλείφω; USER: διαγραφή, τη διαγραφή, διαγράφοντας, διαγραφής, διαγραφή των

GT GD C H L M O
delivered /dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω; USER: διατυπώθηκε, παραδίδονται, παραδοθεί, παραδίδεται, παραδόθηκαν

GT GD C H L M O
deliveries /dɪˈlɪv.ər.i/ = NOUN: διανομή, γέννα, τοκετός, απαγγελία, παράδοση εμπορεύματος, τρόπος ομιλίας; USER: παραδόσεις, παραδόσεων, τις παραδόσεις, οι παραδόσεις, των παραδόσεων

GT GD C H L M O
delivers /dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω; USER: παραδίδει, αποδίδει, προσφέρει, παρέχει, δίνει

GT GD C H L M O
demand /dɪˈmɑːnd/ = NOUN: ζήτηση, απαίτηση, αίτημα, αξίωση; VERB: απαιτώ, αξιώ, αξιώνω; USER: ζήτηση, απαίτηση, αίτημα, ζήτησης, της ζήτησης

GT GD C H L M O
demands /dɪˈmɑːnd/ = NOUN: ζήτηση, απαίτηση, αίτημα, αξίωση; VERB: απαιτώ, αξιώ, αξιώνω; USER: απαιτήσεις, αιτήματα, απαιτήσεων, τις απαιτήσεις, απαιτήσεις των

GT GD C H L M O
democratic /ˌdeməˈkratik/ = ADJECTIVE: δημοκρατικός; USER: δημοκρατικός, δημοκρατική, δημοκρατικών, δημοκρατικής, δημοκρατικό

GT GD C H L M O
designed /dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω; USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη

GT GD C H L M O
designer /dɪˈzaɪ.nər/ = NOUN: σχεδιαστής; USER: σχεδιαστής, σχεδιαστή, σχεδιαστών, designer, ντιζάιν

GT GD C H L M O
desktop /ˈdesk.tɒp/ = USER: desktop, επιφάνεια εργασίας, επιτραπέζιο, στην επιφάνεια εργασίας, επιφάνεια

GT GD C H L M O
detail /ˈdiː.teɪl/ = NOUN: λεπτομέρεια, απόσπασμα; VERB: ξεχωρίζω για υπηρεσία, ορίζω, διηγούμαι λεπτομερώς; USER: λεπτομέρεια, λεπτομερώς, λεπτομέρειες, αναλυτικά, λεπτομερέστερα

GT GD C H L M O
detailed /ˈdiː.teɪld/ = ADJECTIVE: λεπτομερής; USER: λεπτομερής, λεπτομερείς, λεπτομερή, λεπτομέρειες, λεπτομερών

GT GD C H L M O
details /ˈdiː.teɪl/ = NOUN: καθέκαστα, μικροπράματα; USER: λεπτομέρειες, στοιχεία, στοιχείων, πληροφορίες, στοιχείων της, στοιχείων της

GT GD C H L M O
develop /dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω; USER: ανάπτυξη, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, την ανάπτυξη, αναπτύξει

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
differentiate /ˌdɪf.əˈren.ʃi.eɪt/ = VERB: διαφοροποιώ, διακρίνω, κάνω διάκριση, διαφέρω; USER: διαφοροποιούν, διαφοροποιηθούν, διαφοροποιήσει, διαφοροποίηση, διαφοροποιούνται

GT GD C H L M O
dimension /ˌdaɪˈmen.ʃən/ = NOUN: διάσταση, μέγεθος; USER: διάσταση, διάστασης, διαστάσεις, διάσταση της, διαστάσεων

GT GD C H L M O
diploma /dɪˈpləʊ.mə/ = NOUN: δίπλωμα, πτυχίο; USER: δίπλωμα, πτυχίο, διπλώματος, πτυχίου, δίπλωμα που

GT GD C H L M O
direct /daɪˈrekt/ = ADJECTIVE: απευθείας, άμεσος, ευθύς, ειλικρινής; VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω; USER: κατευθύνουν, κατευθύνει, άμεση, διευθύνουν, απευθείας

GT GD C H L M O
directory /dɪˈrek.tər.i/ = NOUN: τηλεφωνικός κατάλογος, διευθηντήριο, κατάλογος ονομάτων με διευθύνσεις; USER: Κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, directory, ευρετηρίου

GT GD C H L M O
disable /dɪˈseɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ανίκανο; USER: απενεργοποίηση, απενεργοποιήσετε, απενεργοποιήστε, απενεργοποίησης, απενεργοποιήσει

GT GD C H L M O
dispatcher /dɪˈspætʃər/ = NOUN: αποστολέας; USER: αποστολέας, αποστολέα, αποστολέα που, αποστολέα που έχει

GT GD C H L M O
display /dɪˈspleɪ/ = NOUN: επίδειξη, έκθεση; VERB: εκθέτω, επιδεικνύω, παρουσιάζω, δείχνω; USER: επίδειξη, εμφανίσετε, εμφανιστεί, εμφάνιση, εμφανίσει, εμφανίσει

GT GD C H L M O
displayed /dɪˈspleɪ/ = ADJECTIVE: εκτεθειμένος; USER: εμφανίζεται, εμφανίζονται, που εμφανίζεται, εμφανιστεί, αναγράφονται

GT GD C H L M O
disruption /dɪsˈrʌpt/ = NOUN: αναστάτωση, διάσπαση, διάρρηξη, αποδιοργάνωση, άρνηση πρόσβασης; USER: αναστάτωση, διάσπαση, αποδιοργάνωση, διάρρηξη, διαταραχή

GT GD C H L M O
distinguished /dɪˈstɪŋ.ɡwɪʃt/ = ADJECTIVE: διακεκριμένος, διαπρεπής, αριστούχος; USER: διακεκριμένος, διαπρεπής, διακεκριμένους, διακεκριμένων, διακεκριμένο

GT GD C H L M O
distribution /ˌdɪs.trɪˈbjuː.ʃən/ = NOUN: διανομή; USER: διανομή, διανομής, κατανομή, κατανομής, τη διανομή

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
dock /dɒk/ = NOUN: προκυμαία, λιμάνι, εδώλιο δικαστήριου; VERB: πλευρίζω; USER: προκυμαία, λιμάνι, αποβάθρα, δεξαμενής, dock

GT GD C H L M O
document /ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο; VERB: τεκμηριώνω; USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που

GT GD C H L M O
documents /ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφα; USER: έγγραφα, εγγράφων, εγγράφων που, των εγγράφων, των εγγράφων που

GT GD C H L M O
doesn /ˈdʌz.ənt/ = USER: doesn, Δεν έχει

GT GD C H L M O
doors /dɔːr/ = NOUN: πόρτα; USER: πόρτες, θυρών, τις πόρτες, θύρες, οι πόρτες, οι πόρτες

GT GD C H L M O
down /daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω; NOUN: χνούδι, πούπουλο; USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
downtime /ˈdaʊn.taɪm/ = NOUN: χρόνος αργίας; USER: downtime, διακοπής, διακοπής λειτουργίας, χρόνο διακοπής, διαστήματα διακοπής

GT GD C H L M O
draws /drɔː/ = NOUN: κλήρωση, ισοπαλία; VERB: ζωγραφίζω, σχεδιάζω, σύρω, τραβώ, ελκύω; USER: εφιστά, εφιστά την, αντλεί, ισοπαλίες, κληρώσεις

GT GD C H L M O
drop /drɒp/ = NOUN: πτώση, σταγόνα; VERB: ρίχνω, στάζω, σταλάζω, πίπτω, αφήνω να πέσει; USER: πτώση, σταγόνα, μειωθεί, πέσει, drop

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
earlier /ˈɜː.li/ = ADVERB: πρωτύτερα, αρχύτερα; USER: νωρίτερα, Προγενέστερες, προηγούμενη, προηγουμένως, προηγούμενες, προηγούμενες

GT GD C H L M O
easier /ˈiː.zi/ = USER: ευκολότερη, ευκολότερο, ευκολότερα, πιο εύκολο, εύκολο, εύκολο

GT GD C H L M O
easily /ˈiː.zɪ.li/ = ADVERB: εύκολα; USER: εύκολα, εύκολα να, εύκολα την, εύκολη, εύκολα θα, εύκολα θα

GT GD C H L M O
easy /ˈiː.zi/ = ADJECTIVE: εύκολος, άνετος; USER: εύκολος, εύκολο, εύκολη, εύκολα, πιο εύκολη

GT GD C H L M O
eat /iːt/ = VERB: φάω, τρώγω; USER: φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε

GT GD C H L M O
ecosystem /ˈekōˌsistəm,ˈēkō-/ = USER: οικοσυστήματος, οικοσύστημα, οικοσυστημάτων, οικοσυστήματα, το οικοσύστημα

GT GD C H L M O
effective /ɪˈfek.tɪv/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, ενεργός, μάχιμος, ισχύων; USER: αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικά, αποτελεσματικές

GT GD C H L M O
efficiency /ɪˈfɪʃənsi/ = NOUN: αποδοτικότητα, ικανότητα, αποδοτικότης, ικανότης, δραστηριότης, δραστηριότητα; USER: αποδοτικότητα, απόδοσης, αποτελεσματικότητα, απόδοση, αποτελεσματικότητας

GT GD C H L M O
efficiently /ɪˈfɪʃ.ənt/ = USER: αποτελεσματικά, αποδοτικά, αποτελεσματική, αποτελεσματικότερα, αποτελεσματικό

GT GD C H L M O
effort /ˈef.ət/ = NOUN: προσπάθεια; USER: προσπάθεια, προσπάθειας, προσπάθειες, προσπάθεια για, προσπαθειών

GT GD C H L M O
either /ˈaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: είτε; PRONOUN: εκάτερος, είτε ο ένας είτε ο άλλος; USER: είτε, ούτε, είτε να

GT GD C H L M O
electronic /ɪˌlekˈtrɒn.ɪk/ = ADJECTIVE: ηλεκτρονικός; USER: ηλεκτρονικός, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
ella = USER: ella, έλλα, Έλενα

GT GD C H L M O
email /ˈiː.meɪl/ = USER: e-mail, email, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ταχυδρομείου, ταχυδρομείου

GT GD C H L M O
emails /ˈiː.meɪl/ = USER: e-mail, emails, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μηνύματα, μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

GT GD C H L M O
employees /ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος; USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους

GT GD C H L M O
enable /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε

GT GD C H L M O
enabled /ɪˈneɪ.bl̩d/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: ενεργοποιημένη, ενεργοποιημένο, ενεργοποιηθεί, επέτρεψε, δυνατότητα

GT GD C H L M O
enables /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: επιτρέπει, δίνει τη δυνατότητα, επιτρέπει την, δυνατότητα, δίνει

GT GD C H L M O
enabling /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: επιτρέποντας, επιτρέπει, που επιτρέπει, επιτρέπουν, δυνατότητα

GT GD C H L M O
end /end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε; VERB: τελειώνω, περατώνω; USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό

GT GD C H L M O
endorsing /ɪnˈdɔːs/ = VERB: εγκρίνω, επιδοκιμάζω, οπισθογραφώ; USER: εγκρίνοντας, υιοθετώντας, επικυρώνει, την έγκριση των, έγκριση των

GT GD C H L M O
enforced /ɪnˈfɔːs/ = VERB: επιβάλλω, θέτω σε ενέργεια; USER: εκτελεστεί, επιβάλλεται, επιβληθεί, επιβάλλονται, εκτελούνται

GT GD C H L M O
enforcement /ɪnˈfɔːs/ = NOUN: επιβολή; USER: επιβολή, επιβολής, επιβολής του, εκτέλεση, εφαρμογή

GT GD C H L M O
engine /ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας; USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enhance /ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω; USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, την ενίσχυση της, ενισχύσουν, την ενίσχυση

GT GD C H L M O
enhanced /ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω; USER: ενισχυμένη, ενισχυμένης, αυξημένη, ενισχυμένο, βελτιωμένη

GT GD C H L M O
enhancement /ɪnˈhɑːns/ = NOUN: απορρόφηση; USER: ενίσχυση, εξάρτημα, βελτίωση, αύξηση, ενίσχυσης

GT GD C H L M O
enhancements /enˈhansmənt/ = NOUN: απορρόφηση; USER: βελτιώσεις, αξεσουάρ, βελτιώσεων, βελτιώσεις που, εξαρτήματα

GT GD C H L M O
enhances /ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω; USER: ενισχύει, βελτιώνει, ενισχύει την, αυξάνει, βελτιώνει την

GT GD C H L M O
ensure /ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι; USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει

GT GD C H L M O
enter /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε

GT GD C H L M O
entire /ɪnˈtaɪər/ = ADJECTIVE: ολόκληρος; USER: ολόκληρος, ολόκληρο, ολόκληρο το, ολόκληρη, σύνολο

GT GD C H L M O
entries /ˈen.tri/ = NOUN: εγγραφή, είσοδος, καταχώριση; USER: καταχωρήσεις, εγγραφές, καταχωρήσεων, καταχωρίσεις, συμμετοχές

GT GD C H L M O
entry /ˈen.tri/ = NOUN: εγγραφή, είσοδος, καταχώριση; USER: είσοδος, εγγραφή, καταχώριση, έναρξη, εισόδου

GT GD C H L M O
environment /enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο; USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος

GT GD C H L M O
environments /enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο; USER: περιβάλλοντα, περιβαλλόντων, περιβάλλον, περιβάλλοντος

GT GD C H L M O
error /ˈer.ər/ = NOUN: σφάλμα, λάθος, πλάνη, παρόραμα; USER: σφάλμα, λάθος, πλάνη, σφάλματος, λάθους

GT GD C H L M O
essay /ˈes.eɪ/ = NOUN: έκθεση, πραγματεία, δοκιμή; VERB: δοκιμάζω; USER: έκθεση, δοκίμιο, δοκιμίου, προς ανάπτυξη, δοκίμιό

GT GD C H L M O
evasive /ɪˈveɪ.sɪv/ = ADJECTIVE: αμφίλογος, προφασιστικός; USER: αμφίλογος, evasive, υπεκφυγές, αποφυγής, αόριστες

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
event /ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν; USER: συμβάν, περίπτωση, εκδήλωση, γεγονός, περιπτώσει

GT GD C H L M O
events /ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν; USER: εκδηλώσεις, γεγονότα, τα γεγονότα, εκδηλώσεων, συμβάντα, συμβάντα

GT GD C H L M O
ever /ˈev.ər/ = ADVERB: πάντα, πάντοτε, καμιά φορά, ενίοτε; USER: πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο, όλο

GT GD C H L M O
evolve /ɪˈvɒlv/ = VERB: αναπτύσσω, εκτυλίσσομαι; USER: εξελιχθούν, εξελίσσονται, εξελίσσεται, εξελιχθεί, να εξελιχθεί

GT GD C H L M O
exactly /ɪɡˈzækt.li/ = ADVERB: ακριβώς; USER: ακριβώς, επακριβώς, ακριβώς το, ακρίβεια, είναι ακριβώς, είναι ακριβώς

GT GD C H L M O
example /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος

GT GD C H L M O
excel /ɪkˈsel/ = VERB: προέχω, υπερτερώ; USER: excel, υπερέχουν, Το Excel, υπερέχει, του Excel

GT GD C H L M O
exchange /ɪksˈtʃeɪndʒ/ = NOUN: ανταλλαγή, συνάλλαγμα, επικαταλλαγή, χρηματηστήριο; VERB: ανταλλάσσω; USER: ανταλλαγή, ανταλλαγής, συναλλάγματος, την ανταλλαγή, ανταλλαγών

GT GD C H L M O
exchanging /ɪksˈtʃeɪndʒ/ = VERB: ανταλλάσσω; USER: ανταλλαγή, την ανταλλαγή, ανταλλάσσοντας, ανταλλάσσουν, ανταλλαγής

GT GD C H L M O
excluded /ɪkˈskluːd/ = VERB: αποκλείω; USER: αποκλείονται, εξαιρούνται, αποκλειστεί, αποκλείεται, αποκλεισθεί

GT GD C H L M O
execute /ˈek.sɪ.kjuːt/ = VERB: εκτελώ, θανατώνω; USER: εκτελέσει, εκτελούν, εκτέλεση, εκτελέσουν, εκτελεί

GT GD C H L M O
exes /eks/ = USER: exes, τα exes,

GT GD C H L M O
existing /ɪɡˈzɪs.tɪŋ/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι; USER: υφιστάμενες, υπάρχουσες, υπάρχοντα, υφιστάμενα, υφιστάμενων

GT GD C H L M O
expanded /ikˈspand/ = ADJECTIVE: αναπτυγμένος; USER: επεκτάθηκε, επεκταθεί, επέκτεινε, διευρυνθεί, επεκταθούν

GT GD C H L M O
explicit /ɪkˈsplɪs.ɪt/ = ADJECTIVE: σαφής, ρητός, κατηγορηματικός; USER: σαφής, ρητός, ρητή, σαφή, ρητά

GT GD C H L M O
extended /ɪkˈsten.dɪd/ = VERB: επεκτείνω, παρατείνω, εκτείνω, τείνω, εκτείνομαι; USER: Εκτεταμένη, εκτεταμένο, παρατεταμένη, όλο, όλο το

GT GD C H L M O
extensibility = NOUN: έκτατο; USER: επεκτασιμότητα, εκτατότητος, εκτασιμότητας, εκτασιμότητα, εκτατότητας,

GT GD C H L M O
external /ɪkˈstɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εξωτερικός; USER: εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικής

GT GD C H L M O
factors /ˈfæk.tər/ = NOUN: παράγοντας, συντελεστής, πράκτορας, παράγοντας προστασίας, μεσίτης, SPF; USER: παράγοντες, παραγόντων, παράγοντες που, συντελεστές, τους παράγοντες

GT GD C H L M O
fast /fɑːst/ = ADVERB: γρήγορα, με ταχύ ρυθμό; ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, στερεός, άσωτος; NOUN: νηστεία; VERB: νηστεύω; USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχεία

GT GD C H L M O
faster /fɑːst/ = USER: γρηγορότερα, ταχύτερη, ταχύτερα, πιο γρήγορα, γρήγορα

GT GD C H L M O
feature /ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα; VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηριστικό, δυνατότητα, διαθέτουν, λειτουργία, χαρακτηριστικό γνώρισμα

GT GD C H L M O
features /ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα; VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες

GT GD C H L M O
feel /fiːl/ = VERB: αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, αγγίζω, πασπατεύω; NOUN: αφή; USER: αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε, αισθανθείτε

GT GD C H L M O
feelings /ˈfiː.lɪŋ/ = NOUN: αίσθημα, συναίσθημα, αφή; USER: συναισθήματα, αισθήματα, τα συναισθήματα, συναισθημάτων, συναισθήματά

GT GD C H L M O
feels /fiːl/ = VERB: αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, αγγίζω, πασπατεύω; NOUN: αφή; USER: αισθάνεται, θεωρεί, νιώθει, πιστεύει, κρίνει

GT GD C H L M O
few /fjuː/ = ADJECTIVE: λίγοι, μερικοί, ολίγοι; USER: λίγοι, μερικοί, λίγα, μερικά, λίγες, λίγες

GT GD C H L M O
fiat /ˈfiː.æt/ = NOUN: διάταγμα, εξουσιοδότηση; USER: διάταγμα, εξουσιοδότηση, Fiat, της Fiat, η Fiat

GT GD C H L M O
field /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο

GT GD C H L M O
fields /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδία, τομείς, πεδίων, τα πεδία, στους τομείς

GT GD C H L M O
file /faɪl/ = NOUN: αρχείο, λίμα, ντοσιέ, ρίνη, αράδα, στοίχος; VERB: λιμάρω, ρινίζω, αρχειοθέτω, ταξινομώ αρχεία, βαδίζω κατά σειρά; USER: αρχείο, αρχείου, αρχείων, το αρχείο, φάκελο

GT GD C H L M O
files /faɪl/ = NOUN: αρχείο, λίμα, ντοσιέ, ρίνη, αράδα, στοίχος; USER: αρχεία, αρχείων, τα αρχεία, φακέλων, αρχεία που

GT GD C H L M O
filter /ˈfɪl.tər/ = NOUN: φίλτρο, διηθητικό κύκλωμα, διυλιστήριο; VERB: φιλτράρω, λαμπικάρω, διηθώ, διυλίζω; USER: φίλτρο, φιλτράρισμα, φιλτράρετε, φιλτράρουν, φιλτράρει

GT GD C H L M O
filters /ˈfɪl.tər/ = NOUN: φίλτρο, διηθητικό κύκλωμα, διυλιστήριο; USER: φίλτρα, φίλτρων, τα φίλτρα, των φίλτρων, Φιλτρα

GT GD C H L M O
finally /ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει; USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους

GT GD C H L M O
financial /faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός; NOUN: γενική λογιστική; USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό

GT GD C H L M O
find /faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη; VERB: βρίσκω, ευρίσκω; USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε

GT GD C H L M O
finish /ˈfɪn.ɪʃ/ = NOUN: φινίρισμα, τέλος, επεξεργασία; VERB: τελειώνω, τελειοποιώ, περατώ; USER: φινίρισμα, τέλος, τελειώνω, τελειώσει, ολοκληρώσετε

GT GD C H L M O
fire /faɪər/ = NOUN: φωτιά, πυρκαγιά, πυρ, πυρκαϊά; VERB: πυροβολώ, φλέγω, ανάπτω; USER: φωτιά, πυρκαγιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρκαγιών

GT GD C H L M O
fixed /fɪkst/ = ADJECTIVE: σταθερός, καθορισμένος, πάγιος, ακίνητος, τακτός; USER: καθορίζεται, καθοριστεί, σταθερό, καθορίζονται, καθορισθεί

GT GD C H L M O
flexibility /ˈflek.sɪ.bl̩/ = NOUN: ευκαμψία; USER: ευκαμψία, ευελιξία, ευελιξίας, την ευελιξία, ελαστικότητα

GT GD C H L M O
flexible /ˈflek.sɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ευέλικτος, εύκαμπτος; USER: ευέλικτος, εύκαμπτος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευέλικτες

GT GD C H L M O
focus /ˈfəʊ.kəs/ = NOUN: εστία; VERB: συγκεντρώ, ρυθμίζω, συγκεντρώνω; USER: εστίαση, επικεντρωθούν, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, εστιάζονται

GT GD C H L M O
focused /ˈfəʊ.kəst/ = USER: επικεντρώθηκε, εστιάζεται, επικεντρώθηκαν, επικεντρώνεται, εστιασμένη

GT GD C H L M O
following /ˈfɒl.əʊ.ɪŋ/ = NOUN: εξής, παρακολούθηση, ακολουθία; ADJECTIVE: ακόλουθος; USER: εξής, μετά, μετά από, κατόπιν, μετά την, μετά την

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
forced /fɔːst/ = ADJECTIVE: vynucený, přinucený, křečovitý; USER: αναγκαστική, αναγκάζονται, αναγκάζεται, αναγκάστηκε, ανάγκασε, ανάγκασε

GT GD C H L M O
forecast /ˈfɔː.kɑːst/ = NOUN: πρόγνωση, πρόβλεψη, παραγγελία, προαγγελία; VERB: προβλέπω, προσχεδιάζω; USER: πρόγνωση, πρόβλεψη, προβλέψεις, προβλέψεων, πρόβλεψης

GT GD C H L M O
forecasting /ˈfɔː.kɑːst/ = VERB: προβλέπω, προσχεδιάζω; USER: πρόβλεψης, πρόβλεψη, την πρόβλεψη, προβλέψεις, πρόγνωση

GT GD C H L M O
form /fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα; VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ; USER: μορφή, φόρμα, έντυπο, μορφής, υπό μορφή

GT GD C H L M O
format /ˈfɔː.mæt/ = NOUN: σχήμα και διάταξις βιβλίου; USER: format, μορφή, φορμά, μορφής, μορφότυπο

GT GD C H L M O
formation /fɔːˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: σχηματισμός, διαμόρφωση, συγκρότηση, πλάση, σύσταση επιχείρησης; USER: σχηματισμός, διαμόρφωση, συγκρότηση, σχηματισμό, σχηματισμού

GT GD C H L M O
formerly /ˈfɔː.mə.li/ = ADVERB: προηγουμένως, πρωτύτερα; USER: προηγουμένως, πρώην, παλαιότερα, παρελθόν, στο παρελθόν

GT GD C H L M O
forms /fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα; VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ; USER: έντυπα, μορφές, εντύπων, φόρμες, μορφών

GT GD C H L M O
forwards /ˈfɔː.wədz/ = ADVERB: εμπρός; USER: εμπρός, προς τα εμπρός, τα εμπρός, διαβιβάζει, προωθεί

GT GD C H L M O
four /fɔːr/ = USER: four-, four, four; USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις

GT GD C H L M O
framework /ˈfreɪm.wɜːk/ = NOUN: rámec; USER: πλαίσιο, πλαισίου, πλαίσια, πλαίσιο που, πλαίσιο που

GT GD C H L M O
fraud /frɔːd/ = ADVERB: ειλικρινά

GT GD C H L M O
free /friː/ = ADVERB: δωρεάν, τζάμπα; ADJECTIVE: ελεύθερος, απηλλαγμένος, ανέξοδος; VERB: ελευθερώνω; USER: δωρεάν, ελεύθερος, Ατελώς, ελεύθερη, χωρίς, χωρίς

GT GD C H L M O
freight /freɪt/ = NOUN: φορτίο, ναύλος, ναύλωση, μέσο μεταφοράς; VERB: ναυλώνω; USER: φορτίο, ναύλος, εμπορευματικών, εμπορευμάτων, εμπορευματικών μεταφορών

GT GD C H L M O
frequent /ˈfriː.kwənt/ = ADJECTIVE: συχνός; VERB: συχνάζω; USER: συχνός, συχνές, συχνή, συχνών, συχνό

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
full /fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός; VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα; USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες

GT GD C H L M O
fully /ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα; USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως

GT GD C H L M O
fun /fʌn/ = NOUN: διασκέδαση, κέφι, αστείο; USER: διασκέδαση, διασκεδαστικό, τη διασκέδαση, διασκέδασης, διασκεδάσουν, διασκεδάσουν

GT GD C H L M O
function /ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα; USER: λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία

GT GD C H L M O
functionality /ˌfʌŋk.ʃənˈæl.ə.ti/ = USER: λειτουργικότητα, λειτουργικότητας, λειτουργία, λειτουργίες, τη λειτουργικότητα

GT GD C H L M O
functions /ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα; USER: λειτουργίες, συναρτήσεις, λειτουργιών, τις λειτουργίες, καθήκοντα

GT GD C H L M O
fund /fʌnd/ = ADJECTIVE: λειτουργικός, υπηρεσιακός; USER: κεφάλαιο, Ταμείο, Ταμείου, κεφαλαίων, του Ταμείου

GT GD C H L M O
funding /ˈfʌn.dɪŋ/ = VERB: συγκεντρώ εις χρεώγραφα; USER: χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, η χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, της χρηματοδότησης

GT GD C H L M O
fury /ˈfjʊə.ri/ = NOUN: μανία, οργή, σύσσα, αριννύς; USER: μανία, οργή, Fury, μανίας, Φιούρι

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
general /ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός; NOUN: στρατηγός; USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές

GT GD C H L M O
generate /ˈdʒen.ər.eɪt/ = VERB: παράγω, γεννώ; USER: παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, δημιουργία, παράγει

GT GD C H L M O
gives /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: δίνει, δίδει, παρέχει, εκδίδει, σας δίνει

GT GD C H L M O
giving /ɡɪv/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, δίνοντας, δίνει, κατάφερε να βρει, δίνοντάς, δίνοντάς

GT GD C H L M O
going /ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός; ADJECTIVE: πηγαιμός; USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει

GT GD C H L M O
good /ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός; USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά

GT GD C H L M O
goods /ɡʊd/ = NOUN: εμπορεύματα; USER: εμπορεύματα, εμπορευμάτων, αγαθών, προϊόντα, αγαθά

GT GD C H L M O
granting /ɡrɑːnt/ = NOUN: χορήγηση, αμνήστευση; USER: χορήγηση, τη χορήγηση, χορήγησης, χορηγήσεως, παροχή

GT GD C H L M O
greater /ˈɡreɪ.tər/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερης, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος

GT GD C H L M O
group /ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία; VERB: συμπλέκω; USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που

GT GD C H L M O
grouped /gro͞op/ = VERB: συμπλέκω; USER: ομαδοποιημένος, ομαδοποιούνται, ομαδοποιηθούν, ομαδοποιημένες, ομαδοποιημένα

GT GD C H L M O
guarantee /ˌɡær.ənˈtiː/ = NOUN: εγγύηση, εγγυητής; VERB: εγγυώμαι; USER: εγγύηση, εγγυηθεί, εγγυάται, εγγυώνται, εξασφαλιστεί

GT GD C H L M O
gym /dʒɪm/ = NOUN: γυμναστήριο, γυμνάσιο; USER: γυμναστήριο, γυμναστηρίου, γυμναστικής, γυμναστική

GT GD C H L M O
hana = USER: hana, Χάνα

GT GD C H L M O
hand /hænd/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου; VERB: θίγω, εγχειρίζω; USER: χέρι, πλευρά, το χέρι, χεριού, χεριών

GT GD C H L M O
handling /ˈhænd.lɪŋ/ = ADJECTIVE: χειριζόμενος; USER: χειρισμό, χειρισμού, το χειρισμό, χειρισμός, χειρισμό των

GT GD C H L M O
hanna = USER: Hanna, Χάνα, Ηαηη

GT GD C H L M O
happy /ˈhæp.i/ = ADJECTIVE: ευτυχής, ευτυχισμένος; USER: ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο, ευτυχισμένο

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
having /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχοντας, έχει, έχουν, που έχει, με, με

GT GD C H L M O
he /hiː/ = PRONOUN: αυτός; USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα

GT GD C H L M O
head /hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός; VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός; USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι

GT GD C H L M O
header /ˈhed.ər/ = NOUN: επί κεφαλής, μακροβούτι, κεφαλιά στο ποδόσφαιρο; USER: header, κεφαλίδα, επικεφαλίδα, κεφαλίδας, μπάλα

GT GD C H L M O
healing /hiːl/ = ADJECTIVE: φαρμακευτικός; USER: επούλωση, θεραπεία, επούλωσης, θεραπείας, θεραπευτικές

GT GD C H L M O
height /haɪt/ = NOUN: ύψος, ανάστημα, μπόι; USER: ύψος, ύψους, Υψος, το ύψος, ύψος του

GT GD C H L M O
help /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει

GT GD C H L M O
henna /ˈhen.ə/ = NOUN: κίννα; USER: κίννα, henna, χένα, η χέννα, χένας,

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
hierarchy /ˈhaɪə.rɑː.ki/ = NOUN: ιεραρχία; USER: ιεραρχία, ιεραρχίας, ιεράρχηση, ιεράρχησης, ιεράρχηση των

GT GD C H L M O
high /haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος; ADVERB: ψηλά; USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό

GT GD C H L M O
higher /ˈhaɪ.ər/ = USER: υψηλότερα, υψηλότερες, υψηλότερη, υψηλότερο, μεγαλύτερη

GT GD C H L M O
highlight /ˈhaɪ.laɪt/ = NOUN: αποκορύφωμα; VERB: δίδω έμφασιν; USER: επισημάνετε, τονίζουν, υπογραμμίζουν, τονίσει, επισημάνω

GT GD C H L M O
highlighted /ˈhaɪ.laɪt/ = VERB: δίδω έμφασιν; USER: τόνισε, υπογράμμισε, επισημαίνονται, επισημανθεί, τονίζεται

GT GD C H L M O
highlights /ˈhaɪ.laɪt/ = NOUN: ανταύγειες; USER: ανταύγειες, Highlights, τονίζει, Τα κυριότερα σημεία, αναδεικνύει

GT GD C H L M O
hind /haɪnd/ = ADJECTIVE: οπίσθιος; NOUN: θηλειά έδαφος; USER: οπίσθιος, πίσω, οπίσθια, οπίσθιο, οπισθίου

GT GD C H L M O
his /hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του

GT GD C H L M O
hit /hɪt/ = NOUN: επιτυχία, κτύπημα, σουξέ; VERB: χτυπώ, κτυπώ, επιτυγχάνω; USER: επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, έπληξε, χτυπήσουν

GT GD C H L M O
html

GT GD C H L M O
https /ˌeɪtʃ.tiː.tiːˈpiː/ = USER: https, διεύθυνση https, HTTPS για, το HTTPS, πρωτόκολλο HTTPS

GT GD C H L M O
human /ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
identical /aɪˈden.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: απαράλλακτος, εντελώς ο ίδιος; USER: πανομοιότυπα, ταυτόσημες, όμοια, πανομοιότυπες, ταυτόσημη

GT GD C H L M O
identify /aɪˈden.tɪ.faɪ/ = VERB: αναγνωρίζω, εξευρίσκω, βεβαιώ την ταυτότητα, εξακριβώνω ταυτότητα, συνταυτίζω; USER: προσδιορίσει, προσδιορίζουν, εντοπίσει, τον εντοπισμό, εντοπισμό

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
ifrs = USER: ΔΠΧΠ, Δ.Π.Χ.Π., ΔΠΧΑ, Δ.Π.Χ.Α., IFRS

GT GD C H L M O
image /ˈɪm.ɪdʒ/ = NOUN: εικών, ομοίωμα; VERB: εικονίζω, φαντάζομαι; USER: image, εικόνα, εικόνας, την εικόνα, εικόνα από

GT GD C H L M O
immigration /ˌɪm.ɪˈɡreɪ.ʃən/ = NOUN: μετανάστευση; USER: μετανάστευση, μετανάστευσης, τη μετανάστευση, της μετανάστευσης, μεταναστευτική

GT GD C H L M O
impact /imˈpakt/ = NOUN: σύγκρουση; VERB: προσκρούω, εμπήγω; USER: επιπτώσεις, επίπτωση, αντίκτυπος, επιπτώσεων, αντίκτυπο

GT GD C H L M O
impeccable /ɪmˈpek.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: άψογος, αναμάρτητος; USER: άψογος, άψογη, άψογο, επίσης πολλές, άψογες

GT GD C H L M O
implement /ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εργαλείο, σκεύος; VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα; USER: εφαρμογή, εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόσει, εφαρμόζουν

GT GD C H L M O
implemented /ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα; USER: εφαρμοστεί, εφαρμόζονται, υλοποιηθεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή

GT GD C H L M O
import /ɪmˈpɔːt/ = NOUN: εισαγωγή, σημασία, εισαγόμενο εμπόρευμα, σπουδαιότητα; VERB: εισάγω; USER: εισαγωγή, εισαγωγής, εισάγουν, εισαγάγετε, εισάγει

GT GD C H L M O
improved /ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτιωθεί, βελτιώθηκε, βελτιωθούν, βελτίωση, βελτιωμένη

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
include /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται

GT GD C H L M O
includes /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνει, συμπεριλαμβάνει, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει την, περιλαμβάνουν

GT GD C H L M O
including /ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου; USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των

GT GD C H L M O
incorporating /inˈkôrpəˌrāt/ = VERB: ενσωματώνω, συσσωματώ, συνενώ, συνενούμαι; USER: ενσωματώνοντας, ενσωματώνουν, ενσωμάτωση, ενσωματώνει, την ενσωμάτωση

GT GD C H L M O
increase /ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση; VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω; USER: αύξηση, αυξήσει, αυξηθεί, την αύξηση, αυξήσουν

GT GD C H L M O
increasing /ɪnˈkriːs/ = VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω; USER: αύξηση, αυξάνοντας, την αύξηση της, αύξηση της, την αύξηση

GT GD C H L M O
increment /ˈɪŋ.krə.mənt/ = NOUN: αύξηση, προσαύξηση, επαύξηση; USER: αυξήσετε, προσαυξήσετε, προσαυξάνει, αυξήσουμε, επαυξάνεται

GT GD C H L M O
independent /ˌindəˈpendənt/ = ADJECTIVE: ανεξάρτητος; USER: ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες

GT GD C H L M O
indirect /ˌɪn.daɪˈrekt/ = ADJECTIVE: έμμεσος, πλάγιος; USER: έμμεσος, έμμεση, έμμεσες, έμμεσης, έμμεσων

GT GD C H L M O
individual /ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο; ADJECTIVE: ατομικός, προσωπικός; USER: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική

GT GD C H L M O
indoor /ˌɪnˈdɔːr/ = ADJECTIVE: εσωτερικός; USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικούς, εσωτερικές, εσωτερικού

GT GD C H L M O
industry /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
informed /ɪnˈfɔːmd/ = ADJECTIVE: προειδοποίητος; USER: ενημερωμένοι, ενημερωθείτε, ενημέρωσε, ενημερώνονται, ενημερώνεται

GT GD C H L M O
infrastructure /ˈinfrəˌstrəkCHər/ = NOUN: υποδομή; USER: υποδομή, υποδομής, υποδομών, υποδομές, των υποδομών

GT GD C H L M O
initiated /ɪˈnɪʃ.i.eɪt/ = VERB: μυώ, εισάγω; USER: κίνησε, ξεκίνησε, άρχισε, ξεκινήσει, κινήθηκε

GT GD C H L M O
innovations /ˌɪn.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: καινοτομία, νεωτερισμός, ανακαίνιση; USER: καινοτομίες, καινοτομιών, καινοτομίες που, καινοτομία

GT GD C H L M O
input /ˈɪn.pʊt/ = NOUN: εισαγωγή, ενέργεια, εισαγόμενη δύναμη; USER: εισαγωγή, εισόδου, είσοδο, εισροών, εισαγωγής

GT GD C H L M O
install /ɪnˈstɔːl/ = VERB: εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω; USER: εγκαταστήσετε, εγκατάσταση, εγκαταστήσει, εγκαταστήστε, εγκαταστήσετε το

GT GD C H L M O
installation /ˌɪn.stəˈleɪ.ʃən/ = NOUN: εγκατάσταση, εγκαθίδρυση; USER: εγκατάσταση, εγκατάστασης, τοποθέτηση, την εγκατάσταση, εγκατάσταση του

GT GD C H L M O
installations /ˌɪn.stəˈleɪ.ʃən/ = NOUN: εγκατάσταση, εγκαθίδρυση; USER: εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεων, τις εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεις που, εγκαταστάσεων που

GT GD C H L M O
instances /ˈɪn.stəns/ = NOUN: παράδειγμα, περιστατικό, υπόδειξη; USER: περιπτώσεις, παρουσίες, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις

GT GD C H L M O
instead /ɪnˈsted/ = ADVERB: αντί, αντί αυτού, σε αντικατάσταση, εις αντικατάσταση; USER: αντί, αντί να, αντί για, αντί για

GT GD C H L M O
integrated /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος; USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
integration /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = NOUN: ολοκλήρωση; USER: ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης

GT GD C H L M O
integrity /ɪnˈteɡ.rə.ti/ = NOUN: ακεραιότητα, ακεραιότης; USER: ακεραιότητα, ακεραιότητας, την ακεραιότητα, της ακεραιότητας, η ακεραιότητα

GT GD C H L M O
intelligence /inˈtelijəns/ = NOUN: νοημοσύνη, εξυπνάδα, πληροφορία, είδηση; USER: νοημοσύνη, εξυπνάδα, νοημοσύνης, ευφυΐα, μυστικών

GT GD C H L M O
intelligent /inˈtelijənt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, νοήμων; USER: έξυπνος, νοήμων, ευφυή, έξυπνη, ευφυής

GT GD C H L M O
interactive /ˌintərˈaktiv/ = ADJECTIVE: αλληλεπιδραστικός; USER: διαδραστικό, διαδραστικά, διαδραστική, διαδραστικές, διαδραστικών, διαδραστικών

GT GD C H L M O
interesting /ˈɪn.trəs.tɪŋ/ = ADJECTIVE: ενδιαφέρων; USER: ενδιαφέρων, ενδιαφέρον, ενδιαφέρουσα, ενδιαφέροντα, ενδιαφέρουσες

GT GD C H L M O
interface /ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: interface, διεπαφή, διασύνδεση, διεπαφής, διασύνδεσης

GT GD C H L M O
internal /ɪnˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εσωτερικός; USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικό

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
introduce /ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ; USER: εισαγάγει, εισάγουν, εισαγάγουν, εισαγωγή, εισάγει

GT GD C H L M O
introduced /ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ; USER: εισήγαγε, εισάγεται, θεσπίστηκε, εισήχθη, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
introduces /ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ; USER: εισάγει, θεσπίζει, καθιερώνει, παρουσιάζει, προβλέπει

GT GD C H L M O
introducing /ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ; USER: εισάγοντας, εισαγωγή, θέσπιση, την εισαγωγή, καθιέρωση

GT GD C H L M O
introduction /ˌɪn.trəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: εισαγωγή, σύσταση, προλεγόμενα; USER: εισαγωγή, καθιέρωση, εισαγωγής, θέσπιση, εφαρμογή

GT GD C H L M O
invalidation /ɪnˈvæl.ɪ.deɪt/ = NOUN: ακύρωση; USER: ακύρωση, ακύρωσης, ακυρότητας, ακυρότητα, ακυρότητας ισχύει,

GT GD C H L M O
inventory /ˈɪn.vən.tər.i/ = NOUN: καταγραφή εμπορευμάτων, απογραφή εμπορευμάτων; USER: απογραφή, απογραφής, απόθεμα, αποθέματος, αποθεμάτων

GT GD C H L M O
invoice /ˈɪn.vɔɪs/ = NOUN: τιμολόγιο, μπίλ; VERB: τιμολογώ; USER: τιμολόγιο, τιμολογίου, τιμολόγιο που, τιμολογίων

GT GD C H L M O
invoices /ˈɪn.vɔɪs/ = NOUN: τιμολόγιο, μπίλ; USER: τιμολόγια, τιμολογίων, τα τιμολόγια, των τιμολογίων, τιμολόγια που

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
issue /ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος; VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ; USER: έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης

GT GD C H L M O
issues /ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος; VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ; USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, τα ζητήματα, θέματα που

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
item /ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα; USER: είδος, στοιχείο, σημείο, αντικείμενο, προϊόν

GT GD C H L M O
items /ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα; USER: στοιχεία, αντικείμενα, αντικειμένων, είδη, τα στοιχεία

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
itself /ɪtˈself/ = PRONOUN: εαυτό, αυτό κάθε αυτό; USER: εαυτό, ίδια, ίδιο, η ίδια, μόνη

GT GD C H L M O
job /dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ; VERB: διαπραγματεύομαι αξίες; ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος; USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας

GT GD C H L M O
journal /ˈdʒɜː.nəl/ = NOUN: εφημερίδα, ημερολόγιο, οδοιπορία, στροφέας άξονα, ημερολόγιο διάφορων πράξεων; USER: εφημερίδα, ημερολόγιο, περιοδικό, Εφημερίδα αριθ., περιοδικού

GT GD C H L M O
journalist /ˈjərnl-ist/ = NOUN: δημοσιογράφος; USER: δημοσιογράφος, δημοσιογράφου, δημοσιογράφο

GT GD C H L M O
judy /ˈjo͞odē/ = USER: Judy, Τζούντι, την Τζούντι, Άννα

GT GD C H L M O
keep /kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί; VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω; USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε

GT GD C H L M O
keeper /ˈkiː.pər/ = NOUN: φύλακας, φύλαξ; USER: φύλακας, τερματοφύλακα, τερματοφύλακα και, μπάλα, αντίπαλο τερματοφύλακα

GT GD C H L M O
kept /kept/ = VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω; USER: φυλάσσονται, τηρούνται, διατηρούνται, διατηρείται, διατηρηθεί

GT GD C H L M O
key /kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο; VERB: τονίζω; USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό

GT GD C H L M O
keypad /ˈkiː.pæd/ = USER: πληκτρολόγιο, πληκτρολογίου, το πληκτρολόγιο, του πληκτρολογίου

GT GD C H L M O
kpi /ˌkeɪ.piːˈaɪ/ = USER: KPI, ΚΡΙ, δείκτη KPI, ΒΔΕ, ΒΔΑ

GT GD C H L M O
landscape /ˈlænd.skeɪp/ = NOUN: τοπίο; USER: τοπίο, τοπίου, θαλασσινό, το τοπίο, τοπίων

GT GD C H L M O
landscapes /ˈlænd.skeɪp/ = NOUN: τοπίο; USER: τοπία, τοπίων, τα τοπία, τοπίο, τοπίου

GT GD C H L M O
large /lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο; ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς; USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα

GT GD C H L M O
last /lɑːst/ = ADJECTIVE: τελευταίος, τελικός, ύστατος; NOUN: καλαπόδι; VERB: διαρκώ; USER: τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίας, περασμένο, περασμένο

GT GD C H L M O
lastly /ˈlɑːst.li/ = ADVERB: εν τέλει; USER: εν τέλει, Τέλος

GT GD C H L M O
later /ˈleɪ.tər/ = ADVERB: αργότερα, ύστερα; NOUN: βραδύτερο; ADJECTIVE: ύστερος, νεώτερος, υστερόχρονος, βραδύτερος; USER: αργότερα, αργότερο, μεταγενέστερη, μετά, μεταγενέστερο

GT GD C H L M O
layer /ˈleɪ.ər/ = NOUN: στρώμα, επίπεδο, βλαστός ριζούμενος, ωοτόκος όρνις; USER: στρώμα, επίπεδο, στιβάδα, στρώση, στρώματος

GT GD C H L M O
leas /lē/ = NOUN: λιβάδι, λειβάδι, λειμών; USER: leas, μισθωτικών

GT GD C H L M O
least /liːst/ = ADVERB: ελάχιστα; ADJECTIVE: ελάχιστος, ολίγιστος, μικρότατος; USER: τουλάχιστον, λιγότερο, τουλάχιστον το, τουλάχιστον το

GT GD C H L M O
leave /liːv/ = NOUN: άδεια; VERB: φύγω, αφήνω, φεύγω, αναχωρώ; USER: άδεια, φύγω, άφησε, αφήσει, αφήνουν

GT GD C H L M O
ledger /ˈledʒ.ər/ = NOUN: καθολικό, κατάστιχο, καθολικό λογιστική; USER: καθολικό, βιβλίο, καθολικού, βιβλίου, γενικού καθολικού

GT GD C H L M O
legal /ˈliː.ɡəl/ = ADJECTIVE: νομικός, νόμιμος; USER: νόμιμος, νομικός, νομική, νομικό, νομικές

GT GD C H L M O
let /let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε

GT GD C H L M O
letter /ˈlet.ər/ = NOUN: επιστολή, γράμμα; VERB: σημειώ με γράμματα; USER: επιστολή, γράμμα, με, με την, έγγραφο

GT GD C H L M O
level /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο

GT GD C H L M O
levels /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδα, τα επίπεδα, επιπέδων, επίπεδο, των επιπέδων, των επιπέδων

GT GD C H L M O
leverage /ˈliː.vər.ɪdʒ/ = NOUN: μόχλευση, δύναμη του μοχλού; USER: μόχλευση, μόχλευσης, επιρροή, δύναμη, μοχλός

GT GD C H L M O
leverages /ˈliː.vər.ɪdʒ/ = NOUN: μόχλευση, δύναμη του μοχλού; USER: αξιοποιεί, αξιοποιεί την, αξιοποιεί το, εκμεταλλεύεται

GT GD C H L M O
library /ˈlaɪ.brər.i/ = ADJECTIVE: βιβλιοθήκη; USER: βιβλιοθήκη, βιβλιοθήκης, Library, βιβλιοθηκών, της βιβλιοθήκης

GT GD C H L M O
license /ˈlaɪ.səns/ = NOUN: άδεια, άδεια, επαγγελματική άδεια, επαγγελματική άδεια, υπερβολική ελευθερία, υπερβολική ελευθερεία; VERB: δίδω άδεια, δίδω άδεια; USER: άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό

GT GD C H L M O
life /laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή

GT GD C H L M O
lifecycle /ˈlaɪsənsər/ = USER: κύκλου ζωής, διάρκεια του κύκλου ζωής, του κύκλου ζωής, κύκλο ζωής, τον κύκλο ζωής

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
limited /ˈlɪm.ɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: περιωρισμένος; USER: περιορισμένη, περιορισμένο, περιορισμένης, περιορισμένες, περιορισμένα, περιορισμένα

GT GD C H L M O
link /lɪŋk/ = NOUN: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος; VERB: συνδώ, ενώνω; USER: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος, σύνδεσμο, σύνδεση

GT GD C H L M O
linked /ˈseks.lɪŋkt/ = VERB: συνδώ, ενώνω; USER: συνδέεται, συνδέονται, που συνδέονται, που συνδέονται με, συνδέονται με

GT GD C H L M O
links /lɪŋks/ = NOUN: έδαφος διά παιγνίδι γκολφ, πράσινη έκταση; USER: σύνδεσμοι, συνδέσεις, συνδέσμους, links, δεσμούς

GT GD C H L M O
linux /ˈlaɪnəks/ = USER: linux, το Linux, του Linux

GT GD C H L M O
list /lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση; VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω; USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας

GT GD C H L M O
listed /list/ = VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω; USER: απαριθμούνται, αναφέρονται, παρατίθενται, που αναφέρονται, περιλαμβάνονται

GT GD C H L M O
lists /lɪst/ = NOUN: παλαίστρα, κονίστρα, τόπος αγώνων; USER: λίστες, καταλόγους, κατάλογοι, καταλόγων, λιστών

GT GD C H L M O
little /ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς; ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος; USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα

GT GD C H L M O
loading /lōd/ = NOUN: φόρτωση; USER: φόρτωση, loading, φόρτωσης, τη φόρτωση, φορτώσεως

GT GD C H L M O
local /ˈləʊ.kəl/ = ADJECTIVE: τοπικός; USER: τοπικός, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική

GT GD C H L M O
location /ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση; USER: τοποθεσία, θέση, τοποθεσιών, τοποθεσίας, των τοποθεσιών

GT GD C H L M O
locations /ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση; USER: θέσεις, τοποθεσίες, περιοχές, σημεία

GT GD C H L M O
lock /lɒk/ = NOUN: κλειδαριά, υδροφράκτης, υδροφράχτης; VERB: κλειδώνω; USER: κλειδαριά, κλειδώνω, κλειδώσετε, κλειδώσει, κλείδωμα

GT GD C H L M O
locked /lɒk/ = VERB: κλειδώνω; USER: κλειδωμένο, κλειδωμένη, κλειδωμένα, κλειδωθεί, κλειδωμένες

GT GD C H L M O
locking /lɒk/ = VERB: κλειδώνω; USER: κλείδωμα, κλειδώματος, ασφάλισης, κλειδώνοντας, το κλείδωμα

GT GD C H L M O
log /lɒɡ/ = NOUN: κούτσουρο, κορμός ξύλου, δρομόμετρο πλοίου, ημερολόγιο πλοίου; VERB: καταγράφω, κόπτω δέντρα; USER: συνδεθείτε, log, συνδεθούν, συνδέεστε, σύνδεση

GT GD C H L M O
logged /lɒɡ/ = VERB: καταγράφω, κόπτω δέντρα; USER: συνδεδεμένος, συνδεθεί, συνδεδεμένοι, καταγράφεται, καταγράφονται

GT GD C H L M O
logging /ˈlɒɡ.ɪŋ/ = NOUN: ξύλευση, κόψιμο ξύλων διά ξυλείαν; USER: υλοτομία, υλοτομίας, καταγραφή, καταγραφής, την καταγραφή

GT GD C H L M O
login /ˈlɒɡ.ɪn/ = NOUN: σύνδεση; USER: σύνδεση, συνδεθείτε, Είσοδος, login, συνδεθείτε για

GT GD C H L M O
longer /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύτερα, μακρότερος; ADVERB: περισσότερα, μακρότερα; USER: πλέον, περισσότερο, είναι πλέον, πια, μεγαλύτερη

GT GD C H L M O
longest /lɒŋ/ = USER: μακρύτερο, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μακρύτερη, μεγαλύτερες

GT GD C H L M O
look /lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος; VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω; USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε

GT GD C H L M O
looking /ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν

GT GD C H L M O
loss /lɒs/ = NOUN: απώλεια, ζημιά, χάσιμο, πτώση, χαμός, χασούρα; USER: απώλεια, ζημιά, απώλειας, ζημία, την απώλεια

GT GD C H L M O
lot /lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ; USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή

GT GD C H L M O
love /lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως; VERB: αγαπώ, έρωμαι; USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε

GT GD C H L M O
lowering /ˈlaʊə.rɪŋ/ = VERB: χαμηλώνω, υποβιβάζω, καταβιβάζω; USER: μείωση, μειώνοντας, μείωση της, τη μείωση, μείωση των

GT GD C H L M O
made /meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος; USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει

GT GD C H L M O
mailer /ˈmeɪlər/ = USER: mailer, Μέιλερ, πρόγραμμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, ταχυδρομικού περιτυλίγματος, ταχυδρομικό περιτύλιγμα

GT GD C H L M O
maintain /meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι; USER: διατηρούν, διατηρηθεί, διατήρηση, διατηρήσει, διατηρεί

GT GD C H L M O
maintained /mānˈtān/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι; USER: διατηρηθεί, διατηρείται, διατηρηθούν, διατηρούνται, διατήρησε

GT GD C H L M O
maintaining /meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι; USER: διατηρώντας, διατήρηση, διατήρηση της, τη διατήρηση, η διατήρηση

GT GD C H L M O
maintenance /ˈmeɪn.tɪ.nəns/ = NOUN: συντήρηση, διατήρηση, τήρηση, υποστήριξη; USER: συντήρηση, διατήρηση, συντήρησης, τη συντήρηση, διατροφής

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
makes /meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή; VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά

GT GD C H L M O
making /ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση; USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας

GT GD C H L M O
man /mæn/ = NOUN: άνθρωπος, άνδρας, ανήρ; VERB: επανδρώνω, εφοδιάζω με άνδρες, επανδρώ; USER: άνθρωπος, άνδρας, άνθρωπο, άνδρα, ανθρώπου, ανθρώπου

GT GD C H L M O
manage /ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: διαχείριση, διαχειρίζονται, διαχειριστείτε, τη διαχείριση, διαχειρίζεται

GT GD C H L M O
managed /ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: Διαχείριση, διαχειρίζεται, Διαχείριση δικαιωμάτων, κατάφερε, δικαιωμάτων

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
manager /ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής; USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ

GT GD C H L M O
manipulate /məˈnipyəˌlāt/ = VERB: χειρίζομαι, παραποιώ, μανουβράρω; USER: χειραγωγήσουν, χειριστούν, χειριστείτε, χειριστεί, χειρισμό

GT GD C H L M O
manual /ˈmæn.ju.əl/ = NOUN: εγχειρίδιο; ADJECTIVE: χειρωνακτικός, των χειρών, χειροποίητος; USER: εγχειρίδιο, χρήσης, οδηγίες, χειροκίνητα, εγχειριδίου

GT GD C H L M O
manually /ˈmæn.ju.ə.li/ = USER: το χέρι, χειροκίνητα, χέρι, αυτόματο τρόπο, αυτόματα

GT GD C H L M O
manufacturing /ˌmanyəˈfakCHər/ = NOUN: βιομηχανοποίηση; USER: παραγωγής, κατασκευή, κατασκευής, παρασκευής, την κατασκευή

GT GD C H L M O
many /ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί; USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών

GT GD C H L M O
map /mæp/ = NOUN: χάρτης, γεωγραφικός χάρτης; VERB: σχεδιάζω, καθορίζω; USER: χάρτης, χάρτη, map, map χάρτης, χάρτη Το

GT GD C H L M O
market /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά

GT GD C H L M O
marketing /ˈmɑː.kɪ.tɪŋ/ = NOUN: εμπορία, προώθηση αγαθών; USER: εμπορία, μάρκετινγκ, εμπορίας, κυκλοφορίας, την εμπορία

GT GD C H L M O
marking /ˈmɑː.kɪŋ/ = NOUN: βαθμολόγηση, βαθμολογία; USER: βαθμολόγηση, σήμανση, σήμανσης, τη σήμανση, επισήμανση

GT GD C H L M O
married /ˈmær.id/ = ADJECTIVE: παντρεμένος, έγγαμος, συζυγικός; USER: παντρεμένος, έγγαμος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι

GT GD C H L M O
master /ˈmɑː.stər/ = NOUN: κύριος, δάσκαλος, άρχοντας, διδάσκαλος, αυθέντης; VERB: κατέχω, υπερνικώ, γίνομαι κάτοχος; USER: κύριος, δάσκαλος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, πλοιάρχου

GT GD C H L M O
masturbator /ˈmæs.tə.beɪt/ = NOUN: μαλάκας; USER: μαλάκας, αυνανιστήρι,

GT GD C H L M O
match /mætʃ/ = NOUN: αγώνας, ματς, σπίρτο, ταίρι, πάλη, πυρείο, ισόπαλος, γάμος, συνοικέσιο; VERB: ταιριάζω, νυμφεύω, αντιπαραβάλω, αντιπαραβάλομαι; USER: αγώνας, ματς, ταιριάζει, ταιριάζουν, αντιστοιχούν

GT GD C H L M O
matching /ˈmætʃ.ɪŋ/ = VERB: ταιριάζω, νυμφεύω, αντιπαραβάλω, αντιπαραβάλομαι; USER: ταιριάζουν, αντιστοίχιση, αντιστοιχία, ταίριασμα, που ταιριάζουν

GT GD C H L M O
material /məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί; ADJECTIVE: ουσιώδης, υλικός, σημαντικός; USER: υλικό, ύλη, υλικού, υλικών, υλικά

GT GD C H L M O
materials /məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί; USER: υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών

GT GD C H L M O
matting /ˈmæt.ɪŋ/ = NOUN: ψάθα, ψάθα πατώματος; USER: ψάθα, χαλάκια, ψάθες, matting, στερεώσετε

GT GD C H L M O
maximized /ˈmæk.sɪ.maɪz/ = VERB: αυξάνω στον ανώτατο βαθμό; USER: μεγιστοποιείται, μεγιστοποίηση, μεγιστοποιηθεί, μεγιστοποιούνται, μεγιστοποίηση της

GT GD C H L M O
maximum /ˈmæk.sɪ.məm/ = NOUN: ανώτατο όριο, μέγιστο όριο, ανώτατος όρος; ADJECTIVE: ανώτατος; USER: ανώτατο όριο, μέγιστο όριο, μέγιστη, μέγιστο, μέγιστης

GT GD C H L M O
may /meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may; USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν

GT GD C H L M O
me /miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ; USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα

GT GD C H L M O
means /miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο; USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι

GT GD C H L M O
meant /mēn/ = VERB: εννοώ, σημαίνω, σκοπεύω; USER: σήμαινε, εννοείται, σημαίνει, γραφτό, νοείται, νοείται

GT GD C H L M O
measure /ˈmeʒ.ər/ = NOUN: μέτρο, μέτρα, σταθμά; VERB: μετρώ, καταμετρώ; USER: μέτρο, μέτρα, μέτρηση, τη μέτρηση, μετρηθεί

GT GD C H L M O
mechanism /ˈmek.ə.nɪ.zəm/ = NOUN: μηχανισμός; USER: μηχανισμός, μηχανισμό, μηχανισμού

GT GD C H L M O
meet /miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι; ADJECTIVE: αρμόδιος; USER: πληρούν, ανταποκρίνονται, κάλυψη, πληροί, ανταποκριθεί

GT GD C H L M O
memo /ˈmem.əʊ/ = NOUN: σημείωμα, υπόμνημα; USER: σημείωμα, υπόμνημα, memo, υπομνήματος, σημειώματος

GT GD C H L M O
merged /mɜːdʒ/ = VERB: συγχωνεύω, ενώνομαι, ενώνω, συνενώνω, καταδύω, καταδύομαι, συγχωνεύομαι; USER: συγχωνεύθηκαν, συγχωνεύονται, συγχωνευθεί, συγχωνεύθηκε, συγχωνευθούν

GT GD C H L M O
messages /ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία; USER: μηνύματα, μηνυμάτων, τα μηνύματα, μηνύματα που, μηνύματά

GT GD C H L M O
method /ˈmeθ.əd/ = NOUN: μέθοδος, μεθοδικότητα; USER: μέθοδος, μέθοδο, μεθόδου, τη μέθοδο, η μέθοδος, η μέθοδος

GT GD C H L M O
methods /ˈmeθ.əd/ = NOUN: μέθοδος, μεθοδικότητα; USER: μεθόδους, μέθοδοι, μεθόδων, τις μεθόδους, μεθόδους που

GT GD C H L M O
might /maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης; USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να

GT GD C H L M O
miniature /ˈmɪn.ɪ.tʃər/ = VERB: σμίγω, ανακατώνομαι, αναμιγνύομαι, αναμιγνύω, ανακατώνω; USER: μινιατούρα, μικρογραφία, μίνι, μικροσκοπικό, μικροσκοπικά

GT GD C H L M O
minimized /ˈmɪn.ɪ.maɪz/ = VERB: σμικροποιώ, υποτιμώ, περιορίζω, μειώνω στο ελάχιστο, ελαττώνω; USER: ελαχιστοποιείται, ελαχιστοποιούνται, ελαχιστοποιηθεί, ελαχιστοποιηθούν, ελαχιστοποίηση

GT GD C H L M O
minimizes /ˈmɪn.ɪ.maɪz/ = VERB: σμικροποιώ, υποτιμώ, περιορίζω, μειώνω στο ελάχιστο, ελαττώνω; USER: ελαχιστοποιεί, ελαχιστοποιεί την, ελαχιστοποιεί το, ελαχιστοποιεί τις, να ελαχιστοποιεί

GT GD C H L M O
minimum /ˈmɪn.ɪ.məm/ = NOUN: ελάχιστο, ελάχιστο όριο, ελάχιστος βαθμός; ADJECTIVE: ελάχιστος, κατώτατος; USER: ελάχιστο, ελάχιστος, ελάχιστο όριο, ελάχιστη, ελάχιστες

GT GD C H L M O
mission /ˈmɪʃ.ən/ = NOUN: αποστολή, ιεραποστολή, καθήκο; USER: αποστολή, αποστολής, την αποστολή, της αποστολής, Η αποστολή

GT GD C H L M O
misusing /misˈyo͞oz,ˈmisˌyo͞oz/ = VERB: κακομεταχειρίζομαι; USER: κατάχρηση, κατάχρησης, κάνουν κατάχρηση, κακή χρήση, καταχρώνται"

GT GD C H L M O
mobile /ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος; USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών

GT GD C H L M O
mode /məʊd/ = NOUN: τρόπος, μόδα, συρμός; USER: τρόπος, λειτουργία, τρόπο, κατάσταση, λειτουργίας

GT GD C H L M O
model /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο

GT GD C H L M O
module /ˈmɒd.juːl/ = NOUN: μονάδα μέτρησης; USER: μονάδα, ενότητα, ενότητας, μονάδας, λειτουργική μονάδα

GT GD C H L M O
modules /ˈmɒd.juːl/ = NOUN: μονάδα μέτρησης; USER: modules, ενότητες, ενοτήτων, μονάδες, μονάδων

GT GD C H L M O
monitor /ˈmɒn.ɪ.tər/ = NOUN: μηνυτής, προειδοποιητής, ελεγκτής εκπομπών, πρωτόσχολος, επιμελητής τάξης; USER: παρακολουθεί, παρακολούθηση, παρακολουθούν, την παρακολούθηση, ελέγχει

GT GD C H L M O
monitoring /ˈmɒn.ɪ.tər/ = USER: παρακολούθηση, παρακολούθησης, την παρακολούθηση, παρακολούθηση της, ελέγχου

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
move /muːv/ = NOUN: κίνηση; VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ; USER: κίνηση, μετακινήσετε, κινηθεί, προχωρήσουμε, κινούνται

GT GD C H L M O
moved /muːvd/ = VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ; USER: μετακινηθεί, μετακινήθηκε, μετακόμισε, μεταφέρθηκε, κινήθηκε

GT GD C H L M O
mrp = USER: mrp, mrp ΤΥΠΟΣ, σιφ, το MRP, αμοιβαίας αναγνώρισης

GT GD C H L M O
much /mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ; ADJECTIVE: πολύς; USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος

GT GD C H L M O
multiple /ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος; NOUN: πολλαπλάσιο; USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά

GT GD C H L M O
music /ˈmjuː.zɪk/ = NOUN: μουσική; USER: μουσική, μουσικής, τη μουσική, μουσικά, μουσικού

GT GD C H L M O
must /mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος; USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών

GT GD C H L M O
name /neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη; VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα

GT GD C H L M O
naming /neɪm/ = VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: ονοματοδοσία, ονομασία, ονομάζοντας, ονοματοδοσίας, την ονοματοδοσία

GT GD C H L M O
need /niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία; VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε

GT GD C H L M O
needing /niːd/ = VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: χρειάζονται, χρειάζεται, που χρειάζονται, ανάγκη, που χρειάζεται

GT GD C H L M O
needs /nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά; USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των

GT GD C H L M O
network /ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό; USER: δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
news /njuːz/ = NOUN: νέα, ειδήσεις, νέο, χαμπάρι; USER: ειδήσεις, νέα, News, ειδήσεων, είδηση

GT GD C H L M O
next /nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος; PREPOSITION: έπειτα; USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα

GT GD C H L M O
night /naɪt/ = NOUN: νύχτα, βράδυ, νύκτα, νυξ, βράδιά; USER: νύχτα, βράδυ, νύκτα, διανυκτέρευση, βραδιά

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
non /nɒn-/ = USER: non, non, non; USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
number /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά

GT GD C H L M O
numbers /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, τους αριθμούς, οι αριθμοί

GT GD C H L M O
numeric /njuːˈmerɪk/ = ADJECTIVE: αριθμητικός; USER: αριθμητικός, αριθμητικό, αριθμητική, αριθμητικά, αριθμητικές

GT GD C H L M O
object /ˈɒb.dʒɪkt/ = NOUN: αντικείμενο, σκοπός, πράγμα; VERB: αντιλέγω; USER: αντικείμενο, σκοπός, αντικειμένου, αντικείμενο της, αντικειμένων

GT GD C H L M O
objects /ˈɒb.dʒɪkt/ = NOUN: αντικείμενο, σκοπός, πράγμα; VERB: αντιλέγω; USER: αντικείμενα, αντικειμένων, τα αντικείμενα, αντικείμενα που

GT GD C H L M O
occur /əˈkɜːr/ = VERB: απαντώ, συμβαάνω, επέρχομαι; USER: συμβούν, εμφανιστούν, συμβεί, συμβαίνουν, εμφανίζονται

GT GD C H L M O
occurred /əˈkɜːr/ = VERB: απαντώ, συμβαάνω, επέρχομαι; USER: συνέβη, συνέβησαν, σημειώθηκε, σημειώθηκαν, εμφανίστηκε

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
offer /ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση; VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν

GT GD C H L M O
offers /ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση; USER: προσφέρει, προσφορές, διαθέτει, παρέχει, τις προσφορές

GT GD C H L M O
often /ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις; USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
once /wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε; USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
ongoing /process/ = USER: συνεχιζόμενες, εξελίξει, συνεχιζόμενη, εξέλιξη, συνεχή

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
opened /ˈəʊ.pən/ = VERB: otevřít, otevřít se, odemknout, začít, odkrýt, sdělit; USER: άνοιξε, ανοιχθεί, ανοίξει, άνοιξαν, ανοίγει, ανοίγει

GT GD C H L M O
opening /ˈəʊ.pən.ɪŋ/ = NOUN: άνοιγμα, εγκαίνια, ξάνοιγμα; USER: άνοιγμα, το άνοιγμα, ανοίγματος, άνοιγμα των, ανοίγοντας

GT GD C H L M O
operating = ADJECTIVE: λειτουργικός; USER: λειτουργίας, που λειτουργούν, λειτουργούν, λειτουργεί, δραστηριοποιούνται

GT GD C H L M O
operations /ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση; USER: πράξεις, επιχειρήσεις, εργασίες, λειτουργίες, ενέργειες

GT GD C H L M O
opportunities = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για

GT GD C H L M O
opposed /əˈpəʊzd/ = ADJECTIVE: αντίθετος; USER: αντίθετος, αντίθεση, σε αντίθεση, αντίθεση με, έναντι

GT GD C H L M O
optimize /ˈɒp.tɪ.maɪz/ = VERB: βελτιστοποιώ; USER: βελτιστοποίηση, βελτιστοποίηση της, τη βελτιστοποίηση, βελτιστοποιήσουν, βελτιστοποιήσει

GT GD C H L M O
optimized /ˈɒp.tɪ.maɪz/ = VERB: βελτιστοποιώ; USER: βελτιστοποιημένη, βελτιστοποιηθεί, βελτιστοποιημένες, βελτιστοποιείται, βελτιστοποιημένο

GT GD C H L M O
option /ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας; USER: επιλογή, δυνατότητα, επιλογής, λύση, επιλογή για

GT GD C H L M O
optional /ˈɒp.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: προαιρετικός; USER: προαιρετικός, προαιρετικό, προαιρετική, προαιρετικά, προαιρετικές

GT GD C H L M O
options /ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας; USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
order /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου

GT GD C H L M O
orders /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελίες, παραγγελιών, εντολές, εντολών, διαταγές

GT GD C H L M O
organization /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο; USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως

GT GD C H L M O
organizational /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = ADJECTIVE: οργανωτικός; USER: οργανωτικός, οργανωτική, οργανωτικές, οργανωτικής, οργανωτικά

GT GD C H L M O
original /əˈrɪdʒ.ɪ.nəl/ = NOUN: πρωτότυπο; ADJECTIVE: αρχικός, πρωτότυπος, αρχέτυπος, ιδιόμορφος; USER: πρωτότυπο, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
outcomes /ˈaʊt.kʌm/ = NOUN: αποτέλεσμα, έκβαση, εξαγόμενο; USER: αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, τα αποτελέσματα, εκβάσεις, των αποτελεσμάτων

GT GD C H L M O
outgoing /ˌaʊtˈɡəʊ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: εξερχόμενος; NOUN: αναχώρηση, έξοδο; USER: εξερχόμενος, αναχώρηση, εξερχόμενες, εξερχόμενων, εξερχόμενη

GT GD C H L M O
output /ˈaʊt.pʊt/ = NOUN: παραγωγή, απόδοση, προϊόν; USER: παραγωγή, απόδοση, προϊόν, εξόδου, παραγωγής

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
overall /ˌəʊ.vəˈrɔːl/ = ADJECTIVE: ολικός; ADVERB: ολοσχερώς, πέρα πέρα; USER: συνολική, συνολικά, συνολικό, συνολικής, γενική

GT GD C H L M O
overview /ˈəʊ.və.vjuː/ = USER: Επισκόπηση, Γενικά, σας Γενικά, γενικές πληροφορίες, ανασκόπηση

GT GD C H L M O
owner /ˈəʊ.nər/ = NOUN: ιδιοκτήτης, κτήτορας; USER: ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτη, κάτοχος, τον ιδιοκτήτη, κατόχου

GT GD C H L M O
ownership /ˈəʊ.nə.ʃɪp/ = NOUN: ιδιοκτησία, κυριότητα, κυριότης; USER: κυριότητα, ιδιοκτησία, ιδιοκτησίας, κυριότητας, κατοχή

GT GD C H L M O
package /ˈpæk.ɪdʒ/ = NOUN: συσκευασία, πακέτο, δέμα, πακετάρισμα; VERB: πακετάρω; USER: πακέτο, συσκευασία, πακέτου, δέσμη, συσκευασίας

GT GD C H L M O
papers /ˈpeɪ.pər/ = NOUN: χαρτιά; USER: χαρτιά, έγγραφα, εγγράφων, εργασίες, τα έγγραφα

GT GD C H L M O
parameters /pəˈræm.ɪ.tər/ = USER: παραμέτρους, παραμέτρων, παράμετροι, τις παραμέτρους, παραμέτρους που

GT GD C H L M O
partner /ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής; USER: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, εταίρους, εταίρο

GT GD C H L M O
partners /ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής; USER: εταίρων, εταίρους, συνεργάτες, εταίροι, τους εταίρους

GT GD C H L M O
party /ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς; USER: κόμμα, πάρτι, πάρτυ, κόμματος, διάδικος

GT GD C H L M O
passed /pɑːs/ = VERB: περνώ, διαβαίνω, υπερβαίνω, επιψηφίζω; USER: πέρασε, περάσει, πέρασαν, διέρχεται, ψηφίστηκε

GT GD C H L M O
password /ˈpɑːs.wɜːd/ = NOUN: σύνθημα, παρασύνθημα, κώδικας πρόσβασης; USER: κωδικού πρόσβασης, κωδικού, τον κωδικό, κωδικό, κωδικός

GT GD C H L M O
paste /peɪst/ = NOUN: πάστα, ζύμη, κόλλα, ζυμαρικό, φύραμα; VERB: κολλώ; USER: πάστα, κόλλα, επικολλήστε, επικολλήσετε, επικόλληση

GT GD C H L M O
patch /pætʃ/ = NOUN: κηλίδα, τεμάχιο γης, μπάλλωμα; VERB: μπαλλώνω; USER: κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, μπάλωμα, εμπλάστρου

GT GD C H L M O
payment /ˈpeɪ.mənt/ = NOUN: πληρωμή, απόσβεση; USER: πληρωμή, πληρωμής, πληρωμών, καταβολή, καταβολής

GT GD C H L M O
peace /piːs/ = NOUN: ειρήνη, ομόνοια; USER: ειρήνη, ειρήνης, την ειρήνη, της ειρήνης, ειρηνευτική

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
per /pɜːr/ = PREPOSITION: ανά, κατά, διά; USER: ανά, κατά, ζώνης, κάθε, ανα

GT GD C H L M O
percentage /pəˈsen.tɪdʒ/ = NOUN: ποσοστό, εκατοστιαία αναλογία, αναλογία τις εκατόν; USER: ποσοστό, μονάδες, ποσοστιαίες, ποσοστού, ποσοστιαία

GT GD C H L M O
perform /pəˈfɔːm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω; USER: εκτελέσει, εκτελούν, εκτέλεση, εκτελεί, εκτελέσετε

GT GD C H L M O
performance /pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση; USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση

GT GD C H L M O
performed /pəˈfɔːm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω; USER: εκτελείται, εκτελούνται, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, πραγματοποιούνται

GT GD C H L M O
period /ˈpɪə.ri.əd/ = NOUN: περίοδος, διάρκεια; USER: περίοδος, διάρκεια, περίοδο, περιόδου, διάστημα, διάστημα

GT GD C H L M O
pervasive /pəˈveɪ.sɪv/ = ADJECTIVE: διαχυτικός, διαβρωτικός, διαπεραστικός; USER: διάχυτη, διάχυτες, διαδεδομένο, κυρίαρχο, διαδεδομένη

GT GD C H L M O
phases /feɪz/ = NOUN: φάση, φάσις; USER: φάσεις, φάσεων, στάδια, τις φάσεις, φάση

GT GD C H L M O
phone /fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο; VERB: τηλεφωνώ; USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλέφωνό, κινητό, τηλεφωνίας, τηλεφωνίας

GT GD C H L M O
phones /fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο; VERB: τηλεφωνώ; USER: τηλέφωνα, κινητά τηλέφωνα, τα τηλέφωνα, τηλεφώνων, κινητά

GT GD C H L M O
pin /pɪn/ = NOUN: καρφίτσα, καρφάκι, καρφίο; VERB: καρφώνω, καρφιτσώνω; USER: pin, καρφίτσα, αντιληπτά, καρφιτσώσετε, γίνουν αντιληπτά

GT GD C H L M O
place /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο

GT GD C H L M O
places /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέσεις, χώρους, μέρη, σημεία, τόπους

GT GD C H L M O
plan /plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδίου, πρόγραμμα, προγράμματος, το σχέδιο

GT GD C H L M O
planning /ˈplæn.ɪŋ/ = NOUN: σχεδίαση, σχεδίασμα; USER: σχεδιασμό, προγραμματισμό, τον προγραμματισμό, σχεδιασμού, σχεδιάζει

GT GD C H L M O
platform /ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα; USER: πλατφόρμα, εξέδρα, πλατφόρμας, πλατφόρμα για, την πλατφόρμα

GT GD C H L M O
platforms /ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα; USER: πλατφόρμες, πλατφορμών, εξέδρες, πλατφόρμα, πλατφόρμων

GT GD C H L M O
plugin /ˈplʌgɪn/ = USER: plugin, πρόγραμμα, πρόσθετο, το plugin, plugin για

GT GD C H L M O
point /pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο; USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου

GT GD C H L M O
police /pəˈliːs/ = NOUN: αστυνομία; USER: αστυνομία, αστυνομίας, της αστυνομίας, αστυνομικής, αστυνομική

GT GD C H L M O
port /pɔːt/ = NOUN: λιμάνι, λιμήν, φιλιστρίνι, αριστερή πλευρά πλοίου, συμπεριφορά; VERB: μπουκάρω; USER: λιμάνι, λιμένα, θύρα, το λιμάνι, λιμενικών

GT GD C H L M O
positions /pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία; USER: θέσεις, θέσεων, τις θέσεις, θέσεις που, θέση

GT GD C H L M O
possible /ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός; USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν

GT GD C H L M O
post /pəʊst/ = NOUN: θέση, ταχυδρομείο, στύλος, σταθμός, κολόνα, πόστο; VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ; USER: θέση, καταχωρήσετε, δημοσιεύσετε, μετά, δημοσίευση

GT GD C H L M O
posting /ˈpəʊ.stɪŋ/ = VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ; USER: απόσπαση, απόσπασης, ανάρτηση, την απόσπαση, σημειώνοντας

GT GD C H L M O
postings /ˈpəʊ.stɪŋ/ = USER: αποσπάσεις, δημοσιεύσεις, τοποθετήσεων, αποσπάσεων, απόσπαση

GT GD C H L M O
potential /pəˈten.ʃəl/ = ADJECTIVE: δυνητικός, ενδεχόμενος; USER: δυνητικός, δυναμικό, δυνατότητες, δυναμικού, δυνατότητα

GT GD C H L M O
power /paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια; USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος

GT GD C H L M O
powerful /ˈpaʊə.fəl/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός; USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά

GT GD C H L M O
predefined /ˌprēdiˈfīnd/ = ADJECTIVE: προκαθορισμένος; USER: προκαθορισμένος, προκαθορισμένες, προκαθορισμένο, προκαθορισμένη, προκαθορισμένα

GT GD C H L M O
predictive /prɪˈdɪk.tɪv/ = ADJECTIVE: προφητικός; USER: προγνωστική, πρόβλεψης, προβλεπτική, έξυπνη, έξυπνης

GT GD C H L M O
preferred /prɪˈfɜːd/ = ADJECTIVE: προνομιούχος; USER: προτιμώμενη, προτιμητέα, προτιμώμενες, προτιμάται, προτιμώμενο

GT GD C H L M O
premise /ˈprem.ɪs/ = NOUN: προϋπόθεση, υπόθεση, πρόταση, πρόλογος; VERB: προβάλλω ως υπόθεση, προβάλλω ως εξήγηση, προϋποθέτω; USER: προϋπόθεση, υπόθεση, παραδοχή, αρχή, σκεπτικό

GT GD C H L M O
premises /ˈprem.ɪ.sɪz/ = NOUN: κτίριο, κατάστημα, κτήμα, οικοδομή; USER: κτίριο, εγκαταστάσεις, χώρους, χώρων, εγκαταστάσεων, εγκαταστάσεων

GT GD C H L M O
presents /ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν έγγραφο; USER: δώρα, παρουσιάζει, τα δώρα, δώρα από, της δώρα

GT GD C H L M O
pressing /ˈpres.ɪŋ/ = ADJECTIVE: πιεστικός, φορτικός; NOUN: επείγων, αντίτυπο δίσκου; USER: πιέζοντας, πατώντας, πάτημα, συμπίεση, το πάτημα

GT GD C H L M O
prevents /prɪˈvent/ = VERB: εμποδίζω, προλαμβάνω, προλαβαίνω; USER: αποτρέπει, προλαμβάνει, αποτρέπει την, εμποδίζει, εμποδίζει την

GT GD C H L M O
previewed /ˈpriː.vjuː/ = USER: προεπισκόπηση, προεπισκόπηση του, προεπισκόπησης, προεπισκόπησή, προεπισκόπηση της

GT GD C H L M O
previous /ˈpriː.vi.əs/ = ADJECTIVE: προηγούμενος, προγενέστερος, πρότερος, βιαστικός; USER: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενα, προηγούμενες

GT GD C H L M O
price /praɪs/ = NOUN: τιμή, τίμημα, αντίτιμο; VERB: τιμώ, διατιμώ; USER: τιμή, τιμών, τιμής, τιμές, των τιμών

GT GD C H L M O
priceless /ˈpraɪs.ləs/ = ADJECTIVE: ανεκτίμητος, αδιατίμητος; USER: ανεκτίμητος, ανεκτίμητη, ανεκτίμητο, ανεκτίμητα, ανεκτίμητης αξίας

GT GD C H L M O
prices /praɪs/ = NOUN: τιμή, τίμημα, αντίτιμο; VERB: τιμώ, διατιμώ; USER: τιμές, οι τιμές, τιμών, τις τιμές, των τιμών

GT GD C H L M O
principled /ˈprinsəpəld/ = USER: σε αρχές, βασισμένη σε αρχές, με αρχές, ηθικές αρχές, ηθικός

GT GD C H L M O
principles /ˈprɪn.sɪ.pl̩/ = NOUN: αρχή, αξίωμα, στοιχείο; USER: αρχές, αρχών, τις αρχές, αρχές της, αρχές που

GT GD C H L M O
print /prɪnt/ = VERB: τυπώνω, εκτυπώ, αποτυπώ, αποτυπώνω; NOUN: στάμπα, αποτύπωμα, κόπια, τύπος; USER: εκτύπωση, εκτυπώσετε, εκτυπώστε, εκτύπωσης, εκτυπώσει

GT GD C H L M O
printed /ˈprɪn.tɪd/ = ADJECTIVE: έντυπος; USER: τυπωμένο, εκτύπωση, τυπωμένα, εκτυπώνονται, εκτυπωθεί, εκτυπωθεί

GT GD C H L M O
prior /praɪər/ = ADVERB: πριν; ADJECTIVE: προγενέστερος, πρότερος; NOUN: ηγούμενος; USER: πριν, πριν από, προηγούμενη, προηγούμενης, προ, προ

GT GD C H L M O
procedure /prəˈsiː.dʒər/ = NOUN: διαδικασία, πορεία, τρόπος ενέργειας, διάβημα; USER: διαδικασία, διαδικασίας, διαδικασία που, διαδικασία του, τη διαδικασία

GT GD C H L M O
process /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία

GT GD C H L M O
processes /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους

GT GD C H L M O
processing /ˈprəʊ.ses/ = VERB: κατεργάζομαι; USER: μεταποίηση, επεξεργασία, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
production /prəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, προϊόν, απόδοση, παράσταση, προσαγωγή, παρουσίαση; USER: παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, παραγωγική

GT GD C H L M O
products /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που

GT GD C H L M O
profit /ˈprɒf.ɪt/ = NOUN: κέρδος, όφελος, ωφέλεια, απολαβή; VERB: κερδίζω, ωφελούμαι, ωφελώ; USER: κέρδος, κέρδους, κέρδη, κερδών, τα κέρδη

GT GD C H L M O
project /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου

GT GD C H L M O
projects /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων

GT GD C H L M O
promote /prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω; USER: την προώθηση της, προώθηση της, προώθηση, την προώθηση, προωθήσουν

GT GD C H L M O
promotes /prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω; USER: προωθεί, προάγει, προωθεί την, προάγει την, προωθεί τη

GT GD C H L M O
promoting /prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω; USER: την προώθηση της, προώθηση της, προωθώντας, προώθηση, την προώθηση

GT GD C H L M O
properties /ˈprɒp.ə.ti/ = NOUN: σκηνικά θέατρου; USER: ιδιότητες, ακίνητα, ιδιοτήτων, τις ιδιότητες, ακίνητα που

GT GD C H L M O
protects /prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω; USER: προστατεύει, προστατεύει τα, προστατεύει το, προστατεύει την, προστασία

GT GD C H L M O
provide /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή

GT GD C H L M O
provided /prəˈvīd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχεται, παρέχονται, που, προβλέπεται, εφόσον

GT GD C H L M O
provides /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει

GT GD C H L M O
providing /prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
purchase /ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: αγορά, στήριγμα, παλάγκο; VERB: αγοράζω, ψωνίζω; USER: αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράζουν, την αγορά

GT GD C H L M O
purchases /ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: ψώνια; USER: αγορές, αγορά, αγορών, τις αγορές, αγοράζει

GT GD C H L M O
purchasing /ˈpərCHəs/ = ADJECTIVE: αγοραστικός; USER: αγορά, την αγορά, αγοραστικής, αγοράζουν, αγοραστική

GT GD C H L M O
purposes /ˈpɜː.pəs/ = NOUN: σκοπός, πρόθεση, προορισμός; VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι; USER: σκοπούς, τους σκοπούς, λόγους, σκοπό

GT GD C H L M O
quantities /ˈkwɒn.tɪ.ti/ = NOUN: ποσότητα, ποσότης, ποσό; USER: ποσοτήτων, ποσότητες, οι ποσότητες, τις ποσότητες, ποσότητες που

GT GD C H L M O
quantity /ˈkwɒn.tɪ.ti/ = NOUN: ποσότητα, ποσότης, ποσό; USER: ποσότητα, ποσότητας, ποσότητα που, ποσότητες, ποσοτήτων

GT GD C H L M O
quotations /kwəʊˈteɪ.ʃən/ = NOUN: προσφορά, απόσπασμα, τιμή, παραπομπή, προσφορά τιμής, εδάφιο; USER: τιμές, προσφορές, τιμών, αποσπάσματα, οι τιμές

GT GD C H L M O
race /reɪs/ = NOUN: φυλή, αγώνας, γένος, ράτσα, αγώνας δρόμου, δρόμος, έθνος, γενεά, αγών δρόμου, σόι; VERB: τρέχω, παρατρέχω; USER: φυλή, αγώνας, γένος, αγώνα, φυλής

GT GD C H L M O
ran /ræn/ = VERB: τρέχω, ρέω; USER: έτρεξε, έτρεξαν, επιχείρησε, επιχείρησε να, έκανε

GT GD C H L M O
range /reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα; VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές; USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
reach /riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση; VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι; USER: φθάσουν, φτάσουν, φτάσετε, φτάσει, φθάσει, φθάσει

GT GD C H L M O
real /rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός; NOUN: έμπρακτα, ρεάλι; USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές

GT GD C H L M O
reason /ˈriː.zən/ = NOUN: λόγος, αιτία, λογικό, φρένα; VERB: συζητώ, λογικεύομαι, κρίνω; USER: λόγος, αιτία, λόγο, λόγω, λόγος για, λόγος για

GT GD C H L M O
receivable /rɪˈsiːvəbl/ = ADJECTIVE: εισπρακτέος, αποδεκτός, δεκτός; USER: εισπρακτέος, εισπρακτέα, εισπρακτέοι, εισπρακτέων, απαιτήσεων

GT GD C H L M O
receive /rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: λαμβάνω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, λάβουν

GT GD C H L M O
recognition /ˌrek.əɡˈnɪʃ.ən/ = NOUN: αναγνώριση,, αναγνώρισης, αναγνωρίσεως

GT GD C H L M O
recognized /ˈrek.əɡ.naɪzd/ = ADJECTIVE: αναγνωρισμένος; USER: αναγνωρισμένος, αναγνωρίζονται, αναγνωρίζεται, αναγνωριστεί, αναγνώρισε

GT GD C H L M O
reconciliation /ˌrek.ənˌsɪl.iˈeɪ.ʃən/ = NOUN: συμφιλίωση, συμβιβασμός, συνδιαλλαγή; USER: συμφιλίωση, συμφιλίωσης, τη συμφιλίωση, της συμφιλίωσης, συμφωνία

GT GD C H L M O
reconfiguration = USER: ανα'ιαμόρφωση, ανα'ιάταξη, ανα'ιάρθρωση, επανα'ιαμόρφωση, ανα'ιαμόρφωσης,

GT GD C H L M O
record /rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου; VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω; USER: ρεκόρ, μητρώο, καταγραφή, ιστορικό, πρακτικά

GT GD C H L M O
records /rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου; VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω; USER: αρχεία, εγγραφές, αρχείων, εγγραφών, μητρώα

GT GD C H L M O
reduced /riˈd(y)o͞os/ = ADJECTIVE: μειωμένος; USER: μειωμένος, μειωθεί, μειώνεται, μειώθηκε, μειωμένη

GT GD C H L M O
reference /ˈref.ər.əns/ = NOUN: αναφορά, παραπομπή, μνεία, σχέση, σύσταση, πληροφορία; USER: αναφορά, παραπομπή, μνεία, αναφοράς, αναφοράς που, αναφοράς που

GT GD C H L M O
reflected /riˈflekt/ = VERB: συλλογίζομαι, αντανακλώ, κατοπτρίζω, ανακάμπτω, αντικαθρεφτίζω; USER: αντανακλάται, αντικατοπτρίζεται, αντικατοπτρίζονται, αντανακλώνται, αντανακλούσε

GT GD C H L M O
regular /ˈreɡ.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: τακτικός, κανονικός, μόνιμος, ομαλός, ανελλιπής, συμμετρικός; USER: τακτικός, κανονικός, τακτική, τακτικές, τακτικά

GT GD C H L M O
related /rɪˈleɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: συγγενεύων; USER: που σχετίζονται, σχετίζονται, σχετίζεται, αφορούν, συνδέονται

GT GD C H L M O
relating /rɪˈleɪt/ = VERB: αναφέρω, σχετίζομαι, σχετίζω, αναφέρομαι, διηγούμαι, ιστορώ, συγγενεύω, αντιστορώ; USER: σχετικά, σχετικά με, αφορούν, που αφορούν, σχετίζονται

GT GD C H L M O
relation /rɪˈleɪ.ʃən/ = NOUN: σχέση, αναφορά, συγγένεια, αφήγηση, διήγηση; USER: σχέση, αφορά, σχέση με, σχετικά, όσον αφορά

GT GD C H L M O
relationship /rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια; USER: σχέση, σχέσης, σχέσεις, σχέσεων, τη σχέση

GT GD C H L M O
relatively /ˈrel.ə.tɪv.li/ = USER: σχετικά, σχετικώς

GT GD C H L M O
release /rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση; VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι; USER: απελευθέρωση, αφήστε, απελευθερώνουν, απελευθερώσουν, απελευθερώσει

GT GD C H L M O
releases /rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση; USER: κυκλοφορίες, δελτία, απελευθερώσεις, απελευθερώνει, Releases

GT GD C H L M O
relevant /ˈrel.ə.vənt/ = ADJECTIVE: σχετικός, πρέπων; USER: σχετικές, σχετική, σχετικών, σχετικά, σχετικό

GT GD C H L M O
remember /rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι; USER: θυμάμαι, θυμάστε, θυμηθείτε, θυμόμαστε, να θυμάστε, να θυμάστε

GT GD C H L M O
remote /rɪˈməʊt/ = ADJECTIVE: μακρινός, απομεμακρυσμένος, απόμερος, μακρυνός; USER: μακρινός, απομακρυσμένες, απομακρυσμένο, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως

GT GD C H L M O
rename /ˌriːˈneɪm/ = VERB: μετονομάζω; USER: μετονομάζω, μετονομάσετε, μετονομάστε, να μετονομάσετε, μετονομασία

GT GD C H L M O
render /ˈren.dər/ = VERB: προσφέρω, ανταποδίδω, καθιστώ; NOUN: σχίζων; USER: καθιστούν, καταστήσει, καταστήσουν, να καταστήσει, καθιστά

GT GD C H L M O
reopen /ˌriːˈəʊ.pən/ = VERB: ανοίγω πάλι, ξανανοίγω; USER: ξανανοίξει, επαναλάβει, επανάληψη, εκ νέου, ανοίξει εκ νέου

GT GD C H L M O
repeatedly /rɪˈpiː.tɪd.li/ = ADVERB: επανειλημμένα, επανειλημμένως; USER: επανειλημμένα, επανειλημμένως, επανάληψη

GT GD C H L M O
replicated /ˈrep.lɪ.keɪt/ = USER: αναπαραχθεί, αναπαραχθούν, αναπαράγονται, αντιγραφεί, αναπαραγωγή

GT GD C H L M O
report /rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος; VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: έκθεση, αναφέρουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφορά

GT GD C H L M O
reporting /rɪˈpɔːt/ = VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: εκθέσεων, την υποβολή εκθέσεων, υποβολή εκθέσεων, αναφορά, αναφοράς

GT GD C H L M O
reports /rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος; VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: εκθέσεις, εκθέσεων, αναφορές, τις εκθέσεις, αναφορών

GT GD C H L M O
representing /ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω; USER: εκπροσωπούν, που αντιπροσωπεύουν, που εκπροσωπούν, αντιπροσωπεύουν, αντιπροσωπεύει

GT GD C H L M O
required /rɪˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: υποχρεούμαι; USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, που απαιτείται, χρειάζεται

GT GD C H L M O
requirements /rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία; USER: απαιτήσεις, απαιτήσεων, τις απαιτήσεις, προϋποθέσεις, προδιαγραφές

GT GD C H L M O
requires /rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ; USER: απαιτεί, απαιτείται, απαιτεί την, απαιτεί από, προϋποθέτει, προϋποθέτει

GT GD C H L M O
rerunning /ˌriːˈrʌn/ = VERB: ξαναπροIάλλω; USER: εκτελώντας, εκτελώντας ξανά,

GT GD C H L M O
reserve /rɪˈzɜːv/ = NOUN: απόθεμα, επιφύλαξη, εφεδρεία, έφεδρος; VERB: εξασφαλίζω, επιφυλάττω, κρατώ; USER: απόθεμα, εφεδρεία, επιφύλαξη, αποθεματικό, καταφύγιο

GT GD C H L M O
resized /rēˈsīz/ = USER: αλλαγή μεγέθους, αλλάξει το μέγεθός τους, αλλάξει το μέγεθός, να αλλάξει το μέγεθός, αλλάξει το μέγεθος

GT GD C H L M O
resolve /rɪˈzɒlv/ = VERB: αποφασίζω, αναλύω, διαλύομαι, ξεμπερδεύω; USER: επιλύσει, επίλυση, επιλύσουν, την επίλυση, επιλυθούν

GT GD C H L M O
resource /rɪˈzɔːs/ = NOUN: πόρος, μέσο, εφευρετικότητα, προσόν; USER: πόρος, πόρων, των πόρων, πόρο, πόρου

GT GD C H L M O
resources /ˈrēˌsôrs,ˈrēˈzôrs,riˈsôrs,riˈzôrs/ = NOUN: πόροι; USER: πόροι, πόρων, πόρους, περισσότερες πληροφορίες, τους πόρους

GT GD C H L M O
respective /rɪˈspek.tɪv/ = ADJECTIVE: σχετικός; USER: αντίστοιχων, αντίστοιχα, των αντίστοιχων, αντίστοιχες, αντίστοιχους

GT GD C H L M O
restart /ˌriːˈstɑːt/ = USER: επανεκκίνηση, επανεκκινήσετε, επανεκκίνηση του, κάντε επανεκκίνηση, επανεκκινήσετε τον

GT GD C H L M O
restrict /rɪˈstrɪkt/ = VERB: περιορίζω, περιστέλλω; USER: περιορίσει, περιορίζουν, περιορίζει, περιορισμό, περιορίσεις

GT GD C H L M O
restricted /rɪˈstrɪk.tɪd/ = ADJECTIVE: περιορισμένος; USER: περιορισμένος, περιορίζεται, περιορίζονται, περιοριστεί, περιορισμένη

GT GD C H L M O
restriction /rɪˈstrɪk.ʃən/ = NOUN: περιορισμός; USER: περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό

GT GD C H L M O
restrictions /rɪˈstrɪk.ʃən/ = NOUN: περιορισμός; USER: περιορισμούς, περιορισμοί, περιορισμών, τους περιορισμούς, οι περιορισμοί

GT GD C H L M O
result /rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο; VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτέλεσμα, οδηγήσει, ως αποτέλεσμα, προκαλέσει, έχει ως αποτέλεσμα

GT GD C H L M O
resulting /rɪˈzʌl.tɪŋ/ = VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτέλεσμα, με αποτέλεσμα, που προκύπτουν, προκύπτουν, προκύπτει

GT GD C H L M O
results /rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο; VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που

GT GD C H L M O
retired /rɪˈtaɪəd/ = ADJECTIVE: συνταξιούχος, απόμερος; NOUN: αποσυρθείς; USER: συνταξιούχος, αποσύρθηκε, συνταξιούχων, συνταξιοδοτηθεί, συνταξιοδοτήθηκαν

GT GD C H L M O
retrieve /rɪˈtriːv/ = VERB: ανακτώ, ξαναβρίσκω, επανορθώ, επανορθώνω; USER: ανάκτηση, ανακτήσετε, ανακτήσει, ανακτούν, να ανακτήσετε

GT GD C H L M O
return /rɪˈtɜːn/ = NOUN: απόδοση, αποτέλεσμα; VERB: επιστρέφω; USER: απόδοση, επιστρέψει, επιστρέψετε, επιστρέψουν, επιστροφή

GT GD C H L M O
revaluation /riːˌvæljuːˈeɪʃən/ = NOUN: επανεκτίμηση, ανατίμηση; USER: επανεκτίμηση, ανατίμηση, αναπροσαρμογής, αναπροσαρμογή, επανεκτίμησης

GT GD C H L M O
revaluing /ˌriːˈvæl.ju/ = VERB: επανεκτιμώ; USER: ανατίμηση, επανεκτίμηση, αναπροσαρμοiή της αξίας, αναπροσαρμοiή της τιμής, με την αναπροσαρμοiή,

GT GD C H L M O
revenue /ˈrev.ən.juː/ = NOUN: πρόσοδος; USER: έσοδα, Τα έσοδα, εσόδων, των εσόδων, έσοδα από

GT GD C H L M O
revert /rɪˈvɜːt/ = VERB: επαναστρέφω; USER: επανέλθει, επαναφορά, επανέρχονται, να επανέλθει, επαναφέρετε

GT GD C H L M O
roe /rəʊ/ = NOUN: αυγοτάραχο, ζαρκάδι, δορκάς, ώα, ιχθύος; USER: αυγοτάραχο, ζαρκάδι, ROE, αυγά τους, ζαρκάδια

GT GD C H L M O
roles /rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο; USER: ρόλους, ρόλων, ρόλοι, τους ρόλους, οι ρόλοι

GT GD C H L M O
rolled /rōl/ = VERB: κυλώ, τσουλάω, τυλίσσω, κυλίω, κυλιόμαι, τυλίσσομαι; USER: έλασης, ξεδιπλώσει, τυλίγονται, εκπληκτική ντρίμπλα πέρασε, εκπληκτική ντρίμπλα πέρασε τον

GT GD C H L M O
romantic /rəʊˈmæn.tɪk/ = ADJECTIVE: ρομαντικός, ρωμαντικός; USER: ρομαντικός, ρομαντικό, ρομαντικές στιγμές, ρομαντικές, ρομαντική

GT GD C H L M O
rose /rəʊz/ = NOUN: τριαντάφυλλο, ρόδο, ρόζα, ροδόχρους; USER: τριαντάφυλλο, αυξήθηκε, αυξήθηκαν, ανήλθε, αυξήθηκαν κατά

GT GD C H L M O
round /raʊnd/ = ADVERB: γύρω, πέριξ, ολόγυρα; NOUN: γύρος, κύκλος, βολή, κρέας από τον μηρόν; ADJECTIVE: στρογγυλός, κυκλικός; VERB: τριγύρω, στρογγυλεύω, περικυκλώ; USER: γύρω, γύρω από, γύρο, στρογγυλοποιεί, στρογγυλοποιούν

GT GD C H L M O
rounded /ˈraʊn.dɪd/ = VERB: τριγύρω, στρογγυλεύω, περικυκλώ; USER: στρογγυλεμένες, στρογγυλοποιείται, στρογγυλεμένη, στρογγυλοποίηση, στρογγυλοποιούνται

GT GD C H L M O
row /rəʊ/ = NOUN: σειρά, στοίχος, καβγάς, φιλονικία, αράδα, ταραχή, οχλαγωγία; VERB: κωπηλατώ, φιλονικώ θορυβωδώς; USER: σειρά, γραμμή, σειράς, γραμμής, συνεχόμενα

GT GD C H L M O
rows /rəʊ/ = NOUN: σειρά, στοίχος, καβγάς, φιλονικία, αράδα, ταραχή, οχλαγωγία; VERB: κωπηλατώ, φιλονικώ θορυβωδώς; USER: σειρές, γραμμές, σειρών, γραμμών, τις γραμμές

GT GD C H L M O
rsp = USER: ΕΠΣ, RSP, ΚΔΑΥ, ΠΕΣ

GT GD C H L M O
run /rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος; VERB: τρέχω, ρέω; USER: τρέχει, τρέχουν, τρέξει, εκτελέσετε, εκτελέστε, εκτελέστε

GT GD C H L M O
running /ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων; ADJECTIVE: τρεχάτος; USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
safeguards /ˈseɪf.ɡɑːd/ = NOUN: προστασία, εξασφάλιση, περιφρούρηση; USER: διασφαλίσεις, εγγυήσεις, διασφαλίσεων, εγγυήσεων, διασφάλισης

GT GD C H L M O
sale /seɪl/ = NOUN: πώληση, εκπτώσεις, πώλησις, ευκαιρία; USER: πώληση, πώλησης, Τιμή πώλησης, Τιμή πώλησης

GT GD C H L M O
sales /seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός; USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις

GT GD C H L M O
salt /sɒlt/ = NOUN: άλας, αλάτι; ADJECTIVE: αλμυρός; VERB: αλατίζω; USER: αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, το αλάτι

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
sap /sæp/ = NOUN: χυμός δέντρου, υπόνομος; VERB: υποσκάπτω, υπονομεύω; USER: SAP, σφρίγος, χυμός, ΔΣΣ, το SAP

GT GD C H L M O
save /seɪv/ = PREPOSITION: εκτός; VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ; USER: εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, αποταμιεύσετε, εξοικονομήσει

GT GD C H L M O
saved /seɪv/ = VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ; USER: αποθηκευτεί, αποθηκεύονται, σωθεί, αποθηκεύεται, έσωσε, έσωσε

GT GD C H L M O
saves /seɪv/ = VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ; USER: αποθηκεύει, εξοικονομεί, σώζει, αποθηκεύει τα, εξοικονομείτε

GT GD C H L M O
scenario /sɪˈnɑː.ri.əʊ/ = NOUN: σενάριο, υπόθεση κηνιματογραφικού έργου; USER: σενάριο, το σενάριο, σεναρίου, σεναρίων

GT GD C H L M O
scenarios /sɪˈnɑː.ri.əʊ/ = NOUN: σενάριο, υπόθεση κηνιματογραφικού έργου; USER: σενάρια, σεναρίων, τα σενάρια, σενάρια που

GT GD C H L M O
schedule /ˈʃed.juːl/ = NOUN: πρόγραμμα, δρομολόγια, δρομολόγιο, ονοματολόγιο, επίσημος κατάλογος; VERB: σχεδιάζω, θέτω εις το δρομολόγιον; USER: πρόγραμμα, προγραμματίσετε, χρονοδιάγραμμα, το χρονοδιάγραμμα, προγραμματίσει

GT GD C H L M O
scheduling /ˈʃed.juːl/ = NOUN: χρονοδρομολόγηση; USER: προγραμματισμός, προγραμματισμό, προγραμματισμού, τον προγραμματισμό, προγραμματισμό των

GT GD C H L M O
scheme /skiːm/ = NOUN: σχέδιο, σχεδιάγραμμα, συνδυασμός, σκευωρία; VERB: σχεδιάζω, σκευωρώ; USER: σχέδιο, καθεστώς, καθεστώτος, σύστημα, συστήματος

GT GD C H L M O
school /skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων; VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ; USER: σχολείο, σχολή, σχολείου, το σχολείο, σχολική, σχολική

GT GD C H L M O
script /skrɪpt/ = NOUN: γραφή, χειρόγραφο, πρωτότυπο, καλλιγραφικά στοιχεία; USER: γραφή, χειρόγραφο, script, σενάριο, δέσμη ενεργειών

GT GD C H L M O
sdk = USER: SDK, η SDK

GT GD C H L M O
seasonal /ˈsiː.zən.əl/ = ADJECTIVE: εποχής, εποχιακός; USER: εποχιακός, εποχής, εποχική, εποχιακή, εποχιακά

GT GD C H L M O
second /ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος; NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας; VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω; USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης

GT GD C H L M O
secret /ˈsiː.krət/ = NOUN: μυστικό; ADJECTIVE: μυστικός; USER: μυστικό, μυστική, μυστικές, μυστικών, απόρρητο

GT GD C H L M O
secure /sɪˈkjʊər/ = ADJECTIVE: ασφαλής; VERB: ασφαλίζω, εξασφαλίζω; USER: ασφαλής, εξασφαλίσει, εξασφάλιση, διασφάλιση, εξασφαλίσουν

GT GD C H L M O
securely /sɪˈkjʊə.li/ = ADVERB: ασφαλώς; USER: ασφαλώς, ασφάλεια, με ασφάλεια, καλά, ασφαλή

GT GD C H L M O
security /sɪˈkjʊə.rɪ.ti/ = NOUN: ασφάλεια, εγγύηση, ασφάλιση, σιγουριά, χρεόγραφο, μετοχή, εγγυητής; USER: ασφάλεια, ασφάλιση, εγγύηση, ασφάλειας, ασφαλείας

GT GD C H L M O
seem /sēm/ = VERB: φαίνομαι; USER: φαίνεται, φαίνεται ότι, φαίνονται, φαίνεται να, να φαίνεται

GT GD C H L M O
segments /ˈseɡ.mənt/ = NOUN: τμήμα, τεμάχιο; VERB: διατέμνω; USER: τμήματα, τμημάτων, τα τμήματα, τομέων, τομείς

GT GD C H L M O
select /sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω; ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, επιλέξει, επιλέγετε

GT GD C H L M O
selection /sɪˈlek.ʃən/ = NOUN: επιλογή, εκλογή; USER: επιλογή, επιλογής, ποικιλία, την επιλογή, συλλογή

GT GD C H L M O
send /send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω; USER: αποστολή, στείλετε, στείλτε, να στείλετε, στείλει

GT GD C H L M O
separate /ˈsep.ər.ət/ = ADJECTIVE: ξεχωριστός, χωριστός; VERB: χωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω, διαχωρίζομαι; USER: ξεχωριστός, χωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή

GT GD C H L M O
sept /sepˈtem.bər/ = USER: Σεπτέμβριος, Σεπτέμβριο, Σεπτέμβρης, Σεπ, Σεπτέμβρη

GT GD C H L M O
sequel /ˈsiː.kwəl/ = NOUN: συνέχεια, επακόλουθο; USER: συνέχεια, sequel, συνέπεια, συνέχεια του, το sequel

GT GD C H L M O
serial /ˈsɪə.ri.əl/ = ADJECTIVE: σειράς, σειριακός, διαδοχικός; NOUN: επιφυλλίδα, δημοσίευμα εις τεύχη; USER: σειράς, σειριακός, αύξοντα, σειριακή, σειριακό

GT GD C H L M O
serious /ˈsɪə.ri.əs/ = ADJECTIVE: σοβαρός, σπουδαίος, αισθητός; USER: σοβαρός, σοβαρές, σοβαρή, σοβαρό, σοβαρά

GT GD C H L M O
server /ˈsɜː.vər/ = NOUN: υπηρέτης, δίσκος; USER: διακομιστή, διακομιστής, εξυπηρετητή, διακομιστές, σέρβερ

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
session /ˈseʃ.ən/ = NOUN: συνεδρίαση, σύνοδος; USER: συνεδρίαση, σύνοδος, σύνοδο, συνόδου, συνεδρία

GT GD C H L M O
set /set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο; VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ; ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός; USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε

GT GD C H L M O
settings /ˈset.ɪŋ/ = NOUN: τοποθέτηση, δύση, σύνθεση, δέσιμο δακτυλιολίθου, σκηνογραφία, δέσιμο κοσμήματος; USER: ρυθμίσεις, ρυθμίσεων, τις ρυθμίσεις, ρυθμίσεις του, των ρυθμίσεων

GT GD C H L M O
setup /ˈsetʌp/ = USER: setup, ρύθμιση, εγκατάσταση, εγκατάστασης, ρύθμισης

GT GD C H L M O
several /ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι; PRONOUN: μερικοί; USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες

GT GD C H L M O
share /ʃeər/ = NOUN: μερίδιο, μετοχή, μερίδα, υνί, μέρος ποσοστό, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές; VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω; USER: μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, το μερίδιο, ποσοστό

GT GD C H L M O
she /ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη; USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια

GT GD C H L M O
sheet /ʃiːt/ = NOUN: σεντόνι, οθόνη, σινδών, φύλλο χαρτού, φύλλο μέταλλου; USER: σεντόνι, φύλλο, φύλλου, φύλλων, δελτίο

GT GD C H L M O
shop /ʃɒp/ = NOUN: κατάστημα, μαγαζί, εργαστήριο; VERB: ψωνίζω; USER: κατάστημα, shop, ψωνίσετε, ψωνίζουν, ψωνίσει

GT GD C H L M O
should /ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε

GT GD C H L M O
shows /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: παραστάσεις, δείχνει, shows, επιδείξεις, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
side /saɪd/ = NOUN: πλευρά, μέρος, πλευρό, μεριά; ADJECTIVE: πλάγιος; USER: πλευρά, πλευράς, πλευρά της, πλάι, πλευρικά

GT GD C H L M O
simple /ˈsɪm.pl̩/ = ADJECTIVE: απλός, εύκολος, απλοϊκός, αφελής; NOUN: απλούς; USER: απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά, απλά

GT GD C H L M O
simpler /ˈsɪm.pl̩/ = USER: απλούστερη, απλούστερο, απλούστερες, απλούστερα, απλό

GT GD C H L M O
simplification /ˈsɪm.plɪ.faɪ/ = NOUN: απλοποίηση; USER: απλοποίηση, απλούστευση, απλούστευσης, απλοποίησης, την απλούστευση

GT GD C H L M O
simplified /ˈsɪm.plɪ.faɪ/ = VERB: απλοποιώ; USER: απλοποιημένη, απλουστευμένη, απλουστευμένες, απλοποιημένο, απλοποιηθεί

GT GD C H L M O
simply /ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα; USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή

GT GD C H L M O
simulation /ˌsɪm.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: προσομοίωση, προσποίηση, υπόκριση; USER: προσομοίωση, προσομοίωσης, εξομοίωση, εξομοίωσης

GT GD C H L M O
since /sɪns/ = PREPOSITION: seit; CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo; ADVERB: seitdem, inzwischen; USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το

GT GD C H L M O
single /ˈsɪŋ.ɡl̩/ = ADJECTIVE: μονόκλινο, μόνος, άγαμος, χωριστός, ανύπανδρος; VERB: ξεχωρίζω; USER: μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας

GT GD C H L M O
sit /sɪt/ = VERB: καθίζω, κάθημαι, επικάθημαι, συνεδριάζω, ποζάρω; USER: κάθονται, καθίσει, να καθίσει, καθίστε, καθίσουν, καθίσουν

GT GD C H L M O
site /saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο; USER: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο, ιστοσελίδα, χώρο

GT GD C H L M O
six /sɪks/ = USER: six-, six; USER: έξι, έξη, από έξι

GT GD C H L M O
size /saɪz/ = NOUN: μέγεθος, διάσταση, νούμερο, κόλλα, ανάστημα; VERB: τοποθετώ κατά μεγέθη, εκμετρώ, εκτιμώ, κολλώ, κολλαρίζω; USER: μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, size

GT GD C H L M O
sleepy /ˈsliː.pi/ = ADJECTIVE: νυσταγμένος, νυσταλέος, υπνηλός, νυστάζων; USER: νυσταγμένος, υπνηλία, νυσταλέο, κοιμισμένη, νυσταλέα

GT GD C H L M O
slice /slaɪs/ = NOUN: φέτα, λεπτό τεμάχιο, φάλτσο χτύπημα; VERB: κόπτω εις λεπτά τεμάχια, κόπτω εις φέτας; USER: φέτα, κομμάτι, slice, φέτας, φετών

GT GD C H L M O
slices /slaɪs/ = NOUN: φέτα, λεπτό τεμάχιο, φάλτσο χτύπημα; USER: φέτες, σε φέτες, φετών, κομμάτια, τομές

GT GD C H L M O
slider /ˈslīdər/ = NOUN: ολισθητής, ολισθαίνων; USER: ολισθητής, ρυθμιστικό, slider, ολισθητήρα, ολισθητήρας

GT GD C H L M O
slides /slaɪd/ = NOUN: ολίσθηση, τσουλήθρα, πλαξ διά προβολή, τσουλήθρα παιδική, φωτεινή εικόνα, κάτι ολισθαινό; USER: διαφάνειες, διαφανειών, slides, τσουλήθρες, πλάκες

GT GD C H L M O
snow /snəʊ/ = NOUN: χιόνι; VERB: χιονίζω; USER: χιόνι, χιονό, χιονιού, ντεπόζιτο χιονό

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
sold /səʊld/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι; USER: πωλείται, πωλούνται, πωλήθηκε, που πωλούνται, πωληθεί, πωληθεί

GT GD C H L M O
solution /səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση; USER: διάλυμα, λύση, διαλύματος, λύσης, επίλυση

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
sometimes /ˈsʌm.taɪmz/ = ADVERB: μερικές φορές, ενίοτε, πότε πότε, κάπου κάπου; USER: μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, συχνά, συχνά

GT GD C H L M O
sop /sɒp/ = NOUN: δόλωμα, έμβαμμα, βούτημα, μουσκεμένο ψωμί, πραϋντικό; VERB: εμβρέχω, βουτώ; USER: δόλωμα, βουτώ, βούτημα, έμβαμμα, εμβρέχω

GT GD C H L M O
sound /saʊnd/ = NOUN: ήχος, πορθμός, στενό; ADJECTIVE: υγιής, βαθύς, γερός, σώος, φρόνιμος; VERB: ηχώ, διαδίδω, βαθυμετρώ, βολιδοσκοπώ; USER: ήχος, υγιής, ακούγεται, ήχο, να ακούγεται

GT GD C H L M O
source /sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση; USER: πηγή, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές

GT GD C H L M O
sources /sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση; USER: πηγές, πηγών, τις πηγές, εξακριβωμένες

GT GD C H L M O
specific /spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος; USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες

GT GD C H L M O
stage /steɪdʒ/ = NOUN: στάδιο, φάση, σκηνή, εξέδρα, λεωφορείο, παλκοσενικό; VERB: αναβιβάζω επί της σκηνής, σκηνοθετώ; USER: στάδιο, φάση, σκηνή, σταδίου, το στάδιο

GT GD C H L M O
stages /steɪdʒ/ = NOUN: στάδιο, φάση, σκηνή, εξέδρα, λεωφορείο, παλκοσενικό; VERB: αναβιβάζω επί της σκηνής, σκηνοθετώ; USER: στάδια, τα στάδια, σταδίων, Διαδρομή, φάσεις

GT GD C H L M O
stand /stænd/ = NOUN: στάση, εξέδρα, βάθρο, σταμάτημα, παράπηγμα, στάντζα; VERB: στέκομαι, αντέχω, στέκω, ίσταμαι, υπομένω, κείμαι; USER: στάση, σταθεί, ξεχωρίζουν, ηρεμία, να σταθεί

GT GD C H L M O
standard /ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπο, μέτρο, κανών, σημαία, φλάμπουρο; ADJECTIVE: κανονικός, πρότυπος, καθιερωμένος, σταθερός, κριτήριος; USER: πρότυπο, τυπική, προτύπου, πρότυπα

GT GD C H L M O
star /stɑːr/ = NOUN: αστέρι, άστρο, πρωταγωνιστής, αστήρ; VERB: πρωταγωνιστώ; USER: αστέρι, αστέρων, ξενοδοχείων

GT GD C H L M O
start /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
started /stɑːt/ = VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, αρχίσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
starting /stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα; ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων; USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη

GT GD C H L M O
statements /ˈsteɪt.mənt/ = NOUN: δήλωση, κατάσταση, ανακοίνωση, έκθεση, λογαριασμίς, γενικός λογαριασμός; USER: δηλώσεις, καταστάσεων, καταστάσεις, δηλώσεων, τις δηλώσεις

GT GD C H L M O
status /ˈsteɪ.təs/ = NOUN: κατάσταση, θέση; USER: κατάσταση, θέση, καθεστώς, κατάστασης, καθεστώτος

GT GD C H L M O
steamers /ˈstiː.mər/ = NOUN: ατμόπλοιο, Iαπόρι, χύτρα; USER: ατμόπλοια, ατμού, τα ατμόπλοια,

GT GD C H L M O
stop /stɒp/ = NOUN: στάση, παύση, σταμάτημα, τελεία, στιγμή; VERB: σταματώ, παύω, σταθμεύω, μένω; USER: στάση, παύση, σταματήσει, να σταματήσει, σταματήσουν

GT GD C H L M O
storage /ˈstɔː.rɪdʒ/ = NOUN: αποθήκευση, αποθήκη, ενοίκιο αποθηκεύσεως; USER: αποθήκευση, αποθήκη, αποθήκευσης, αποθεματοποίησης, αποθεματοποίηση

GT GD C H L M O
stored /stɔːr/ = VERB: εφοδιάζω, εναποθηκεύω; USER: αποθηκευμένα, αποθηκεύονται, αποθηκεύεται, αποθηκευμένο, αποθηκευτεί, αποθηκευτεί

GT GD C H L M O
structure /ˈstrʌk.tʃər/ = NOUN: δομή, κατασκευή, κτίριο, οικοδομή; USER: δομή, κατασκευή, δομής, διάρθρωση, διάρθρωσης, διάρθρωσης

GT GD C H L M O
studio /ˈstjuː.di.əʊ/ = NOUN: στούντιο, ατελιέ, εργαστήριο καλλιτέχνου; USER: στούντιο, Studio, γκαρσονιέρα, ατελιέ

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
suggested /səˈdʒest/ = VERB: προτείνω, εισηγούμαι, υποδηλώνω, υπαινίσομαι; USER: πρότειναν, προτεινόμενες, πρότεινε, προτείνεται, προτείνει

GT GD C H L M O
support /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη

GT GD C H L M O
supported /səˈpɔːt/ = VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστηρίζονται, υποστηρίζεται, υποστηριζόμενη, υποστήριξη, υποστήριξε

GT GD C H L M O
supports /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστηρίζει, στηρίζει, υποστηρίζει την, υποστηρίζει τη, υποστηρίζει τις

GT GD C H L M O
sync /sɪŋk/ = USER: συγχρονισμό, sync, συγχρονίσετε, συγχρονισμού, συγχρονισμός

GT GD C H L M O
synchronized /ˈsɪŋ.krə.naɪz/ = VERB: συγχρονίζω; USER: συγχρονισμένη, συγχρονισμένες, συγχρονίζονται, συγχρονισμένα, συγχρονισμένο"

GT GD C H L M O
system /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
tab /tæb/ = NOUN: πουκάμισο με κοντά μανίκια, κοντομάνικη μπλούζα; USER: καρτέλα, Στην καρτέλα, tab, καρτέλας, tab για

GT GD C H L M O
table /ˈteɪ.bl̩/ = NOUN: τραπέζι, τράπεζα, πίναξ; ADJECTIVE: επιτραπέζιος; VERB: θέτω επί τη τράπεζα, αναβάλλω συζήτηση; USER: τραπέζι, πίνακα, πίνακας, πίνακα που, επιτραπέζια

GT GD C H L M O
tables /ˈteɪ.bl̩/ = NOUN: τραπέζι, τράπεζα, πίναξ; VERB: θέτω επί τη τράπεζα, αναβάλλω συζήτηση; USER: πίνακες, τραπέζια, πινάκων, τους πίνακες, πίνακες που

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
takes /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: λαμβάνει, παίρνει, χρειάζεται, διαρκεί, αναλαμβάνει

GT GD C H L M O
task /tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία; USER: έργο, καθήκον, εργασία, αποστολή, εργασιών

GT GD C H L M O
tasks /tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία; USER: καθήκοντα, εργασίες, τα καθήκοντα, καθηκόντων, καθήκοντά

GT GD C H L M O
tax /tæks/ = NOUN: φόρος; VERB: φορολογώ, επιβαρύνω; USER: φόρος, φόρου, φόρο, φορολογικών, φορολογική

GT GD C H L M O
teams /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; USER: ομάδες, ομάδων, οι ομάδες, ομάδα, τις ομάδες

GT GD C H L M O
technical /ˈtek.nɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνικός; USER: τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής

GT GD C H L M O
technique /tekˈniːk/ = NOUN: τεχνική; USER: τεχνική, τεχνικής, τεχνική που, την τεχνική, τεχνική για

GT GD C H L M O
ten /ten/ = USER: ten-, ten, δεκάδα; USER: δέκα, από δέκα, δεκάδα, δεκάδα

GT GD C H L M O
tend /tend/ = VERB: τείνω, φροντίζω, κλίνω, φυλάσσω, φυλάττω, περιποιούμαι, ρέπω, συντελώ; USER: τείνουν, τάση, έχουν την τάση, τείνει, την τάση

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
theft /θeft/ = NOUN: κλοπή, κλεψιά; USER: κλοπή, κλοπής, την κλοπή, κλοπές, της κλοπής

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
therefore /ˈðeə.fɔːr/ = ADVERB: επομένως, ως εκ τούτου, άρα, όθεν; USER: ως εκ τούτου, επομένως, άρα, συνεπώς, συνέπεια

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
third /θɜːd/ = USER: third-, third; USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
thus /ðʌs/ = ADVERB: έτσι, ούτως, τοιουτοτροπώς; USER: έτσι, επομένως, συνεπώς, συνέπεια, εκ τούτου

GT GD C H L M O
ticket /ˈtɪk.ɪt/ = NOUN: εισιτήριο, δελτίο, τικέτο, θαμνώνας, κατάλογος υποψήφιων, σημείωμα; VERB: επισημειώ, μαρκάρω; USER: εισιτήριο, εισιτηρίων, εισιτηρίου, εισιτήρια για, για εισιτήρια

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
too /tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ; USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα

GT GD C H L M O
tool /tuːl/ = NOUN: εργαλείο, σύνεργο, ψωλή; VERB: κατεργάζομαι; USER: εργαλείο, εργαλείου, μέσο, εργαλείο για, το εργαλείο

GT GD C H L M O
tools /tuːl/ = NOUN: εργαλεία; USER: εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία

GT GD C H L M O
topics /ˈtɒp.ɪk/ = NOUN: θέμα, ζήτημα; USER: θέματα, τα θέματα, θεμάτων, θέματα που, ζητήματα

GT GD C H L M O
total /ˈtəʊ.təl/ = NOUN: σύνολο, άθροισμα, όλο, ολικό ποσό, ολικό άθροισμα; ADJECTIVE: συνολικός, ολικός, ολόκληρος; VERB: συμποσούμαι, αθροίζω; USER: σύνολο, συνολικός, συνολικού, συνολική, συνολικό

GT GD C H L M O
tracing /ˈtreɪ.sɪŋ/ = NOUN: ιχνηλασία, ιχνογράφηση, εξιχνίαση, αντιγραφή; USER: ιχνηλασία, εντοπισμό, τον εντοπισμό, ανίχνευση, εντοπισμού

GT GD C H L M O
track /træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος; VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ; USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση

GT GD C H L M O
tracking /trak/ = VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ; USER: παρακολούθησης, tracking, εντοπισμού, παρακολούθηση, την παρακολούθηση

GT GD C H L M O
transact /trænˈzækt/ = VERB: διεξάγω, διεκπεραιώνω, εκτελώ; USER: συναλλάσσονται, συναλλαγές, να συναλλάσσονται, συναλλάσσονται με, συναλλαγή

GT GD C H L M O
transaction /trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή; USER: συναλλαγή, πράξη, συναλλαγής, συναλλαγών, πράξης

GT GD C H L M O
transactions /trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή; USER: συναλλαγές, συναλλαγών, πράξεις, των συναλλαγών, οι συναλλαγές

GT GD C H L M O
transcript /ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο; USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση

GT GD C H L M O
transfer /trænsˈfɜːr/ = NOUN: μεταβίβαση, μεταφορά, μετάθεση, έμβασμα, μετεπιβίβαση, ανταπόκριση, εισιτήριο αλλαγής λεωφορείου; VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταθέτω, μετακινώ; USER: μεταφορά, μεταβίβαση, μεταφέρω, μεταφέρετε, μεταφέρει

GT GD C H L M O
transition /trænˈzɪʃ.ən/ = NOUN: μετάβαση, μετάπτωση, αλλαγή; USER: μετάβαση, μετάβασης, μεταβατική, μεταβατικής, μεταβατικό στάδιο

GT GD C H L M O
transparency /tranˈsparənsē/ = NOUN: διαφάνεια; USER: διαφάνεια, διαφάνειας, τη διαφάνεια, της διαφάνειας, η διαφάνεια

GT GD C H L M O
trends /trend/ = NOUN: τάση, ροπή, φορά; USER: τάσεις, τάσεων, τις τάσεις, οι τάσεις, τάσεις της

GT GD C H L M O
trigger /ˈtrɪɡ.ər/ = NOUN: σκανδάλη, σκανδάλη όπλου; VERB: θέτω εις ενέργεια, τραβώ την σκανδάλη; USER: ενεργοποιούν, έναυσμα, προκαλέσει, να προκαλέσει, ενεργοποιήσει

GT GD C H L M O
triggered /ˈtrɪɡ.ər/ = VERB: θέτω εις ενέργεια, τραβώ την σκανδάλη; USER: ενεργοποιείται, ενεργοποιούνται, προκάλεσε, πυροδότησε, ενεργοποιηθεί

GT GD C H L M O
true /truː/ = ADJECTIVE: αληθής, πιστός, ακριβής, βέρος; USER: αληθής, αλήθεια, πραγματική, ισχύει, αληθινή, αληθινή

GT GD C H L M O
truth /truːθ/ = NOUN: αλήθεια; USER: αλήθεια, αλήθειας, την αλήθεια, πραγματικότητα, η αλήθεια

GT GD C H L M O
trying /ˈtraɪ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: δύσκολος, κουραστικός; USER: προσπαθώντας, προσπαθεί, προσπάθεια, προσπαθούν, προσπαθούμε

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
type /taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο; VERB: δακτυλογραφώ; USER: τύπος, τύπου, τύπο, είδος, τον τύπο

GT GD C H L M O
types /taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο; VERB: δακτυλογραφώ; USER: τύποι, τύπων, είδη, τύπους, τους τύπους

GT GD C H L M O
ui = USER: ui, περιβάλλον χρήστη, ΚΠΕ, περιβάλλοντος εργασίας Χρήστη, διεπαφή χρήστη,

GT GD C H L M O
ultimately /ˈʌl.tɪ.mət.li/ = ADVERB: τελικά; USER: τελικά, τέλει, τελική ανάλυση, τελικώς

GT GD C H L M O
unambiguous /ˌʌn.æmˈbɪɡ.ju.əs/ = ADJECTIVE: ξεκάθαρος; USER: σαφή, σαφής, ξεκάθαρη, σαφείς, αδιαμφισβήτητη

GT GD C H L M O
uncheck /ˌənˈCHek/ = USER: uncheck, καταργήστε την επιλογή, αποεπιλέξτε, καταργήστε, αποεπιλέξετε

GT GD C H L M O
under /ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω; ADVERB: από κάτω; USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο

GT GD C H L M O
underlying /ˌəndərˈlī/ = ADJECTIVE: βασικός, βαθύτερος, κειμένος υποκάτω; USER: υποκείμενες, διέπουν, υποκειμένων, στηρίζεται, βασίζεται

GT GD C H L M O
unification /ˈjuː.nɪ.faɪ/ = NOUN: ενοποίηση; USER: ενοποίηση, ενοποίησης, την ενοποίηση, ένωση, επανένωση

GT GD C H L M O
unit /ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς; USER: μονάδα, μονάδας, συσκευή, ενότητα, μονάδες

GT GD C H L M O
units /ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς; USER: μονάδες, μονάδων, οι μονάδες, τις μονάδες, μονάδες που

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
update /ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω; USER: ενημέρωση, ενημερώσετε, ενημερώνει, ενημερώνουν, επικαιροποίηση

GT GD C H L M O
updated /ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω; USER: ενημέρωση, επικαιροποιημένο, ενημερωμένο, ενημερώνεται, ενημερώθηκε

GT GD C H L M O
updates /ʌpˈdeɪt/ = USER: ενημερώσεις, ενημερώσεων, ανανεώσεις, ενημέρωση, ενημερωμένες εκδόσεις

GT GD C H L M O
upgrade /ʌpˈɡreɪd/ = VERB: αναβαθμίζω; NOUN: ανήφορος; USER: αναβάθμιση, την αναβάθμιση, αναβάθμιση των, αναβαθμίσετε, αναβαθμίσει

GT GD C H L M O
upgrades /ʌpˈɡreɪd/ = NOUN: ανήφορος; USER: αναβαθμίσεις, αναβαθμίσεων, αναβάθμιση, αναβάθμισης, βελτιώσεις

GT GD C H L M O
uploaded /ʌpˈləʊd/ = USER: Ανέβηκαν, μεταφόρτωση, φορτώθηκε

GT GD C H L M O
upon /əˈpɒn/ = PREPOSITION: επάνω σε, εις; USER: επάνω σε, κατά, κατόπιν, κατά την, μετά

GT GD C H L M O
usability /ˌjuːzəˈbɪləti/ = USER: χρηστικότητα, Ευχρηστία, χρηστικότητας, ευχρηστίας, τη χρηστικότητα

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
used /juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος; USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί

GT GD C H L M O
user /ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος; USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης

GT GD C H L M O
users /ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες

GT GD C H L M O
uses /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήσεις, χρησιμοποιεί, χρησιμοποιεί το, χρησιμοποιείται, Αριθμός

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
utilize /ˈjuː.tɪ.laɪz/ = VERB: χρησιμοποιώ; USER: χρησιμοποιούν, χρησιμοποιήσει, αξιοποιήσει, χρησιμοποιήσουν, χρησιμοποιήσετε

GT GD C H L M O
utilizes /ˈjuː.tɪ.laɪz/ = VERB: χρησιμοποιώ; USER: χρησιμοποιεί, αξιοποιεί, χρησιμοποιεί την, χρησιμοποιεί το

GT GD C H L M O
validation /ˈvæl.ɪ.deɪt/ = NOUN: νομιμοποίηση; USER: επικύρωση, επικύρωσης, την επικύρωση, επαλήθευσης

GT GD C H L M O
valuation /ˌvæl.juˈeɪ.ʃən/ = NOUN: εκτίμηση, αξιολόγηση, αξία; USER: εκτίμηση, αξιολόγηση, αξία, αποτίμησης, αποτίμηση

GT GD C H L M O
value /ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο; VERB: εκτιμώ; USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία

GT GD C H L M O
valued /ˈvæl.juːd/ = ADJECTIVE: πολύτιμος; USER: αποτιμώνται, αξιόλογο, αποτιμάται, εκτιμώνται, αξίας

GT GD C H L M O
values /ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο; VERB: εκτιμώ; USER: τιμές, αξίες, αξιών, τιμών, οι τιμές

GT GD C H L M O
vandals /ˈvand(ə)l/ = NOUN: βάνδαλος; USER: βάνδαλοι, βανδάλων, βανδάλους, τους βανδάλους, βάνδαλους,

GT GD C H L M O
variables /ˈveə.ri.ə.bl̩/ = USER: μεταβλητές, μεταβλητών, οι μεταβλητές, μεταβλητές που, τις μεταβλητές

GT GD C H L M O
variance /ˈveə.ri.əns/ = NOUN: διακύμανση, διαφορά, διαφωνία; USER: διακύμανση, διαφορά, διακύμανσης, διασποράς, αντίθεση

GT GD C H L M O
variances /ˈveə.ri.əns/ = NOUN: διακύμανση, διαφορά, διαφωνία; USER: διακυμάνσεων, διακυμάνσεις, διαφορές, αποκλίσεις, αποκλίσεων

GT GD C H L M O
various /ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους; USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους

GT GD C H L M O
ve / -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ

GT GD C H L M O
vendor /ˈven.dər/ = USER: προμηθευτή, πωλητή, πωλητής, vendor, προμηθευτής

GT GD C H L M O
vendors /ˈven.dər/ = USER: πωλητές, προμηθευτές, οι πωλητές, τους προμηθευτές, τους πωλητές

GT GD C H L M O
verities = NOUN: αλήθεια, φιλαλήθεια; USER: αλήθειες, verities, αλήθειες που, αλήθειές, αληθειών,

GT GD C H L M O
version /ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση; USER: εκδοχή, έκδοση, έκδοσης, version, μορφή

GT GD C H L M O
versions /ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση; USER: εκδόσεις, εκδόσεων, εκδοχές, τις εκδόσεις, έκδοση

GT GD C H L M O
versus /ˈvɜː.səs/ = PREPOSITION: έναντι, κατά, εναντία; USER: έναντι, σχέση, σε σχέση, σχέση με, σε σχέση με

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
view /vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός; VERB: βλέπω, θεωρώ; USER: θέα, άποψη, δείτε, προβάλετε, ΠΡΟΒΟΛΗ

GT GD C H L M O
views /vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός; USER: θέα, προβολές, απόψεων, απόψεις, τις απόψεις

GT GD C H L M O
virtual /ˈvɜː.tju.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός, κατ' ουσίαν καίτοι όχι πραγματικός, κατ' αποτέλεσμα καίτοι όχι πραγματικός; USER: εικονικό, virtual, εικονική, εικονικής, εικονικές

GT GD C H L M O
visibility /ˌvizəˈbilitē/ = NOUN: ορατότητα, ορατότης, θέα; USER: ορατότητα, προβολή, προβολής, ορατότητας, την προβολή

GT GD C H L M O
visible /ˈvɪz.ɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ορατός, θεατός; USER: ορατός, ορατή, ορατό, ορατά, ορατές

GT GD C H L M O
visit /ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη; VERB: επισκέπτομαι; USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν

GT GD C H L M O
visual /ˈvɪʒ.u.əl/ = ADJECTIVE: οπτικός; USER: οπτικός, οπτική, οπτικό, οπτικής, οπτικά

GT GD C H L M O
visualize /ˈvɪʒ.u.əl.aɪz/ = VERB: φαντάζομαι, οραματίζομαι, κάνω ορατό, εικονίζω; USER: φαντάζομαι, απεικονίσει, οπτικοποίηση, οπτικοποιήσετε, απεικονίσετε

GT GD C H L M O
want /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε

GT GD C H L M O
warehouse /ˈweə.haʊs/ = NOUN: αποθήκη; VERB: αποθηκεύω; USER: αποθήκη, αποθήκης, Warehouse, αποθήκες, αποθήκη Google

GT GD C H L M O
warehouses /ˈweə.haʊs/ = NOUN: αποθήκη; USER: αποθηκών, αποθήκες, αποταμίευση εμπορευμάτων, αποταμίευση, αποταμίευσης

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
web /web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή; VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω; USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων

GT GD C H L M O
welcome /ˈwel.kəm/ = NOUN: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος δεξίωσις; VERB: καλωσορίζω, προϋπαντώ, υποδέχομαι; ADJECTIVE: ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος; USER: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, καλωσορίζω, ευπρόσδεκτη, ευπρόσδεκτοι

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
were /wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
whenever /wenˈev.ər/ = ADVERB: οποτεδήποτε, οσάκις; USER: οποτεδήποτε, οσάκις, όποτε, κάθε φορά, όταν

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
whether /ˈweð.ər/ = CONJUNCTION: αν, εάν, είτε; USER: αν, εάν, είτε, κατά πόσον, πόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
whilst /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ; USER: ενώ, παράλληλα, ταυτόχρονα, μολονότι

GT GD C H L M O
white /waɪt/ = NOUN: λευκό; ADJECTIVE: λευκός, άσπρος; USER: λευκό, λευκός, άσπρο, λευκή, λευκά, λευκά

GT GD C H L M O
width /wɪtθ/ = NOUN: πλάτος, εύρος, φάρδος; USER: πλάτος, εύρος, φάρδος, πλάτους, Πάχος

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
window /ˈwɪn.dəʊ/ = NOUN: παράθυρο; USER: παράθυρο, window, παραθύρου, παραθύρων, παράθυρο του, παράθυρο του

GT GD C H L M O
windows /ˈwɪn.dəʊ/ = NOUN: παράθυρο; USER: παράθυρα, windows, παραθύρων, τα παράθυρα, τζάμια

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
within /wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα; USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε

GT GD C H L M O
without /wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν; ADVERB: έξω; USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την

GT GD C H L M O
wizard /ˈwɪz.əd/ = NOUN: μάγος; USER: μάγος, οδηγό, οδηγός, οδηγού, wizard

GT GD C H L M O
working /ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος; NOUN: τρόπος εργασίας; USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
writer /ˈraɪ.tər/ = NOUN: συγγραφέας, γράφων, γραψάς, συντάκτης κείμενου; USER: συγγραφέας, συγγραφέα, εγγραφής

GT GD C H L M O
xml /ˌeks.emˈel/ = USER: xml, Γιατροί, Γιατροί Χωρίς,

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

1093 words