Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
ability
/əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία;
USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
abject
/ˈæb.dʒekt/ = ADJECTIVE: άθλιος, αξιοθρήνητος, απελπισμένος, απεχθής, καταπτοήμενος, περιφρονήτεος, απόβλητος, απόκληρος, δουλικός, ταπεινός, χαμερωπής, ταπεινωτικός, ελεεινός;
USER: άθλιος, απεχθής, άθλια, άθλιες, έσχατη
GT
GD
C
H
L
M
O
able
/ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να;
USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
accelerating
/əkˈsel.ə.reɪt/ = VERB: επιταχύνω;
USER: επιτάχυνση, επιταχύνοντας, την επιτάχυνση, η επιτάχυνση, επιτάχυνση της
GT
GD
C
H
L
M
O
access
/ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο;
USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση
GT
GD
C
H
L
M
O
accessible
/əkˈses.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: προσιτός, προσπελάσιμος, δεκτικός;
USER: προσιτός, πρόσβαση, προσβάσιμο, προσβάσιμα, προσβάσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
according
/əˈkôrd/ = VERB: συμφωνώ, χορηγώ, παρέχω;
USER: σύμφωνα με, σύμφωνα, ανάλογα, ανάλογα με
GT
GD
C
H
L
M
O
accordingly
/əˈkɔː.dɪŋ.li/ = ADVERB: επομένως, αναλογώς, συμφωνώς προς;
USER: επομένως, αναλόγως, Κατά συνέπεια, ανάλογα, συνέπεια
GT
GD
C
H
L
M
O
account
/əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση;
VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν;
USER: λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
GT
GD
C
H
L
M
O
accounting
/əˈkaʊn.tɪŋ/ = NOUN: λογιστική;
ADJECTIVE: λογιστικός;
USER: λογιστική, λογιστικής, λογιστικών, λογιστικές, αντιπροσωπεύοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
accounts
/əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση;
VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν;
USER: λογαριασμών, λογαριασμούς, λογαριασμοί, των λογαριασμών, τους λογαριασμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
across
/əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως;
PREPOSITION: διά μέσου;
USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη
GT
GD
C
H
L
M
O
activated
/ˈaktəˌvāt/ = VERB: θέτω εις ενέργειαν, δραστηριοποιώ;
USER: ενεργοποιείται, ενεργοποιημένη, ενεργοποιούνται, ενεργοποιηθεί, ενεργοποιημένο
GT
GD
C
H
L
M
O
activities
/ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες;
USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές
GT
GD
C
H
L
M
O
actual
/ˈæk.tʃu.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
USER: πραγματικός, πραγματική, πραγματικό, πραγματικές, πραγματικής
GT
GD
C
H
L
M
O
added
/ˈæd.ɪd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω;
USER: προστέθηκε, προστεθεί, προστιθέμενη, προστίθεται, πρόσθεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
adding
/æd/ = NOUN: άθροιση;
ADJECTIVE: αθροιστικός, αθροιζών;
USER: προσθήκη, προσθέτοντας, την προσθήκη, προσθήκης, η προσθήκη
GT
GD
C
H
L
M
O
addition
/əˈdɪʃ.ən/ = NOUN: πρόσθεση;
USER: πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, Εκτός από, Εκτός από
GT
GD
C
H
L
M
O
additional
/əˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: επιπλέον, πρόσθετος;
USER: επιπλέον, πρόσθετος, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα
GT
GD
C
H
L
M
O
address
/əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση;
VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ;
USER: διεύθυνση, τη διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθύνσεων, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
addresses
/əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση;
VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ;
USER: διευθύνσεις, διευθύνσεων, τις διευθύνσεις, διεύθυνση, στην διεύθυνση
GT
GD
C
H
L
M
O
adds
/æd/ = USER: προσθέτει, προστίθεται
GT
GD
C
H
L
M
O
adjust
/əˈdʒʌst/ = VERB: προσαρμόζω, ρυθμίζω, κανονίζω, διευθετώ;
USER: προσαρμόσει, προσαρμογή, ρυθμίστε, προσαρμοστούν, ρυθμίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
administration
/ədˌmɪn.ɪˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: διαχείριση, διοίκησις, διαχείρησις;
USER: διαχείριση, χορήγηση, διοίκηση, διοίκησης, χορήγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
admission
/ədˈmɪʃ.ən/ = NOUN: είσοδος, εισδοχή, αποδοχή, παραδοχή;
USER: εισδοχή, είσοδος, αποδοχή, παραδοχή, εισαγωγή
GT
GD
C
H
L
M
O
advantage
/ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: πλεονέκτημα, όφελος, προτέρημα;
USER: πλεονέκτημα, όφελος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματος, πλεονεκτήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
after
/ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν;
USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη
GT
GD
C
H
L
M
O
against
/əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία;
USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια
GT
GD
C
H
L
M
O
agenda
/əˈdʒen.də/ = NOUN: ημερήσια διάταξη, διάταξη;
ADJECTIVE: ημερήσια, πρακτέα;
USER: ημερήσια διάταξη, ημερήσια, διάταξη, ημερήσιας διάταξης, ατζέντα
GT
GD
C
H
L
M
O
alert
/əˈlɜːt/ = ADJECTIVE: άγρυπνος, έξυπνος, πανέτοιμος, σβέλτος, έτοιμος για δράση;
NOUN: συναγερμός;
USER: ειδοποιεί, alert, ειδοποιούν, προειδοποιούν, προειδοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
alerts
/əˈlɜːt/ = NOUN: ale, ζύθος, είδος μπύρας;
USER: ειδοποιήσεις, ενημερώνεστε, καταχωρήσεων, προειδοποιήσεις, Alerts
GT
GD
C
H
L
M
O
algorithms
/ˈalgəˌriT͟Həm/ = NOUN: αλγόριθμος;
USER: αλγόριθμοι, αλγορίθμων, αλγορίθμους, αλγόριθμους, αλγόριθμων
GT
GD
C
H
L
M
O
aligned
/ˌnɒn.əˈlaɪnd/ = ADJECTIVE: ευθυγραμμισμένος;
USER: ευθυγραμμισμένος, ευθυγραμμιστεί, ευθυγραμμίζονται, ευθυγραμμίζεται, ευθυγραμμισμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
allocation
/ˈæl.ə.keɪt/ = NOUN: κατανομή, διανομή;
USER: κατανομή, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή
GT
GD
C
H
L
M
O
allow
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, να επιτρέψει, επιτρέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
allowed
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπεται, κατοικίδια, επιτρέπονται, επέτρεψε, επιτραπεί
GT
GD
C
H
L
M
O
allowing
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέποντας, επιτρέπει, που επιτρέπει, επιτρέπουν, που επιτρέπουν
GT
GD
C
H
L
M
O
allows
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
already
/ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα;
USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
amount
/əˈmaʊnt/ = NOUN: ποσό;
VERB: ανέρχομαι, συμποσούμαι;
USER: ποσό, ποσότητα, ποσού, ύψος, ποσό που, ποσό που
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
analysis
/əˈnæl.ə.sɪs/ = NOUN: ανάλυση, ψυχανάλυση;
USER: ανάλυση, ανάλυσης, την ανάλυση, αναλύσεις, αναλύσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
analytics
/ˌanlˈitiks/ = USER: analytics, αναλύσεων, αναλυτικά, Analytics για
GT
GD
C
H
L
M
O
analyze
/ˈæn.əl.aɪz/ = VERB: αναλύω;
USER: αναλύσει, ανάλυση, αναλύσουν, αναλύουν, αναλύει
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
announced
/əˈnaʊns/ = VERB: αναγγέλλω, αγγέλω;
USER: ανακοίνωσε, ανήγγειλε, ανακοίνωσε την, ανακοινώθηκε, ανακοίνωσαν
GT
GD
C
H
L
M
O
another
/əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος;
USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
anytime
/ˈen.i.taɪm/ = USER: οποτεδήποτε, ανά πάσα στιγμή, οποιαδήποτε στιγμή, πάσα στιγμή, όποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
anywhere
/ˈen.i.weər/ = ADVERB: οπουδήποτε;
USER: οπουδήποτε, πουθενά, όλο, σε όλο, οποιοδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
ap
= USER: ap, ΑΠ, ΑΡ, Αερολιμένας
GT
GD
C
H
L
M
O
api
/ˌeɪ.piˈaɪ/ = USER: api, ΑΡΙ, την API, API για
GT
GD
C
H
L
M
O
application
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
apply
/əˈplaɪ/ = VERB: εφαρμόζω, κάνω αίτηση, επιθέτω, απευθύνομαι;
USER: ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
approach
/əˈprəʊtʃ/ = NOUN: προσέγγιση;
VERB: πλησιάζω;
USER: προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, προσέγγιση της
GT
GD
C
H
L
M
O
approval
/əˈpruː.vəl/ = NOUN: έγκριση, επιδοκιμασία;
USER: έγκριση, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, έγκρισή
GT
GD
C
H
L
M
O
approve
/əˈpruːv/ = VERB: εγκρίνω, επιδοκιμάζω;
USER: εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
approved
/əˈpruːvd/ = VERB: εγκρίνω, επιδοκιμάζω;
USER: εγκεκριμένο, εγκρίθηκε, εγκριθεί, εγκρίνει, ενέκρινε
GT
GD
C
H
L
M
O
apt
/æpt/ = ADJECTIVE: κατάλληλος, ικανός, επιρρεπής;
USER: κατάλληλος, ικανός, apt, ικανό, ικανή
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
around
/əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω;
USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
asap
/ˌeɪ.es.eɪˈpiː/ = USER: asap, το συντομότερο δυνατόν, συντομότερο δυνατόν
GT
GD
C
H
L
M
O
aspects
/ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις;
USER: πτυχές, θέματα, πτυχών, τις πτυχές, πτυχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
assay
/əˈseɪ/ = NOUN: χημική δοκιμή;
VERB: αναλύω, δοκιμάζω;
USER: δοκιμασία, δοκιμασίας, ανίχνευση, προσδιορισμός, προσδιορισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
asset
/ˈæs.et/ = NOUN: κεφάλαιο, προσόν;
USER: προσόν, κεφάλαιο, περιουσιακό στοιχείο, ενεργητικού, περιουσιακού στοιχείου
GT
GD
C
H
L
M
O
assets
/ˈaset/ = NOUN: ακίνητη περιουσία, ενεργητικόν;
USER: ενεργητικού, περιουσιακά στοιχεία, περιουσιακών στοιχείων, στοιχεία ενεργητικού, περιουσιακά
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
attributes
/ˈæt.rɪ.bjuːt/ = NOUN: γνωρίσματα;
USER: γνωρίσματα, χαρακτηριστικά, ιδιότητες, χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων
GT
GD
C
H
L
M
O
authorization
/ˌɔː.θər.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: εξουσιοδότηση;
USER: εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, έγκρισης
GT
GD
C
H
L
M
O
authorizations
/ˌɔː.θər.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: εξουσιοδότηση;
USER: άδειες, αδειών, εγκρίσεις, εγκρίσεων, τις άδειες
GT
GD
C
H
L
M
O
authorized
/ˈɔː.θər.aɪz/ = VERB: εξουσιοδοτώ, εγκρίνω;
USER: εξουσιοδοτημένο, άδεια, επιτρέπεται, εγκριθεί, επιτρέπονται
GT
GD
C
H
L
M
O
auto
/ˈɔː.təʊ/ = PREFIX: αυτο-;
USER: auto, αυτοκινήτων, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματο
GT
GD
C
H
L
M
O
automated
/ˈɔː.tə.meɪt/ = USER: αυτοματοποιημένη, αυτοματοποιημένο, αυτοματοποιημένες, αυτοματοποιημένα, αυτόματη
GT
GD
C
H
L
M
O
automatically
/ˌɔː.təˈmæt.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: αυτομάτως;
USER: αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα, αυτ ματα
GT
GD
C
H
L
M
O
automation
/ˈɔː.tə.meɪt/ = NOUN: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός;
USER: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός, αυτοματισμού, αυτοματοποίησης, αυτοματισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
availability
/əˌveɪ.ləˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: διαθεσιμότητα, διαθεσιμότης;
USER: διαθεσιμότητα, διαθεσιμότητας, τη διαθεσιμότητα, διάθεση, η διαθεσιμότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
available
/əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος;
USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
average
/ˈæv.ər.ɪdʒ/ = NOUN: μέσος, μέσος όρος;
VERB: υπολογίζομαι κατά μέσον όρον, υπολογίζω;
USER: μέσος όρος, μέσος, μέσο όρο, μέση, μέσο, μέσο
GT
GD
C
H
L
M
O
avoid
/əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω;
USER: αποφύγετε, αποφεύγονται, αποφυγή, αποφευχθεί, αποφεύγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
back
/bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν;
NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος;
VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ;
USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
backend
= USER: backend, οπίσθιο μέρος, οπίσθιο, σύστημα υποστήριξης, το backend
GT
GD
C
H
L
M
O
backup
/ˈbæk.ʌp/ = ADJECTIVE: εφεδρικός;
USER: αντιγράφων ασφαλείας, δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας, δημιουργήσετε αντίγραφα ασφαλείας, στήριγμα, αντίγραφα ασφαλείας
GT
GD
C
H
L
M
O
backups
/ˈbæk.ʌp/ = USER: backups, αντιγράφων ασφαλείας, αντίγραφα ασφαλείας, δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας, αντίγραφα
GT
GD
C
H
L
M
O
backwards
/ˈbæk.wədz/ = ADVERB: προς τα πίσω, ανάποδα;
USER: προς τα πίσω, ανάποδα, πίσω, τα πίσω
GT
GD
C
H
L
M
O
balance
/ˈbæl.əns/ = NOUN: ισορροπία, υπόλοιπο, ισοζύγιο, ισολογισμός, κλείσιμο λογαριασμών, πλαστίγκα;
VERB: ισορροπώ, ισολογίζω, ζυγίζω;
USER: ισορροπία, εξισορρόπηση, ισορροπίας, εξισορροπήσει, ισορροπήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
balances
/ˈbæl.əns/ = NOUN: ισορροπία, υπόλοιπο, ισοζύγιο, ισολογισμός, κλείσιμο λογαριασμών, πλαστίγκα;
USER: υπόλοιπα, ισορροπίες, υπολοίπων, τα υπόλοιπα, ισοζύγια
GT
GD
C
H
L
M
O
base
/beɪs/ = NOUN: βάση, θεμέλιο, χαμερπής, πέδιλο σιδηροτροχίας, βάση δύναμης αριθμού;
VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βασική
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
bases
/ˈbeɪ.sɪz/ = NOUN: βάση, θεμέλιο, χαμερπής, πέδιλο σιδηροτροχίας, βάση δύναμης αριθμού;
VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάσεις, βάσεων, τις βάσεις, βάσεις που, βάσης
GT
GD
C
H
L
M
O
basic
/ˈbeɪ.sɪk/ = ADJECTIVE: βασικός, θεμελιώδης;
USER: βασικός, βασικές, βασικού, βασική, βασικών
GT
GD
C
H
L
M
O
basis
/ˈbeɪ.sɪs/ = NOUN: βάση, αρχή;
USER: βάση, βάσει, βάσης, βάσεις, με βάση
GT
GD
C
H
L
M
O
bb
= ABBREVIATION: ΒΒ, πανσιόν με ύπνο και πρόγευμα;
USER: βΒ, BB, β β, BB Η
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
become
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
before
/bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να;
ADVERB: μπροστά, ενώπιο;
PREPOSITION: μπροστά;
USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
beginning
/bɪˈɡɪn.ɪŋ/ = NOUN: αρχή;
USER: αρχή, αρχίζουν, ξεκινούν, αρχίζει, έναρξη, έναρξη
GT
GD
C
H
L
M
O
behavior
/bɪˈheɪ.vjər/ = NOUN: συμπεριφορά, συμπεριφορά, διαγωγή, διαγωγή, τακτική, τακτική;
USER: συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, συμπεριφορά των
GT
GD
C
H
L
M
O
behind
/bɪˈhaɪnd/ = ADVERB: πίσω, όπισθεν, καθυστερημένος;
USER: πίσω, πίσω από, όπισθεν
GT
GD
C
H
L
M
O
bellies
/ˈbel.i/ = NOUN: κοιλιά, στομάχι, κοιλιακή χώρα;
USER: κοιλιές, κοιλιακή χώρα, κοιλιά, τις κοιλιές, στομάχια
GT
GD
C
H
L
M
O
best
/best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος;
VERB: υπερτερώ, νικώ;
USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
between
/bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα;
ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ;
USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του
GT
GD
C
H
L
M
O
bill
/bɪl/ = NOUN: νομοσχέδιο, λογαριασμός, τιμολόγιο, χαρτονόμισμα, γραμμάτιο, πρόγραμμα, ράμφος πτηνού, επίσημο έγγραφο, μεσαιωνικό δόρυ με λόγχη και πελέκι;
VERB: τοιχοκολλώ διαφημιστικές αφίσες, στέλνω λογαριασμό;
USER: νομοσχέδιο, λογαριασμός, λογαριασμό, λογαριασμού, νομοσχεδίου
GT
GD
C
H
L
M
O
billet
/ˈbɪl.ɪt/ = VERB: καταυλίζω;
NOUN: κατάλυμα στρατού, κορμός ξύλου, δελτίο παραχώρησης καταλύματος σε στρατιώτη;
USER: καταυλίζω, billet, μπιγέτας, πρίσματων, μπιγέτα
GT
GD
C
H
L
M
O
both
/bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι;
USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
box
/bɒks/ = NOUN: κουτί, κιβώτιο, θεωρείο, κιβωτός, ράπισμα, κτύπημα;
VERB: θέτω εις κιβώτιο, πυγμαχώ;
USER: κουτί, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, θέση
GT
GD
C
H
L
M
O
broken
/ˈbrəʊ.kən/ = ADJECTIVE: σπασμένος, απένταρος;
USER: σπασμένος, σπάσει, σπασμένα, κατανέμονται, αναλύονται, αναλύονται
GT
GD
C
H
L
M
O
browser
/ˈbraʊ.zər/ = USER: περιήγησης, πρόγραμμα περιήγησης, φυλλομετρητή, προγράμματος περιήγησης, περιηγητή
GT
GD
C
H
L
M
O
browsers
/ˈbraʊ.zər/ = USER: browsers, περιήγησης, φυλλομετρητές, περιηγητές, προγράμματα περιήγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
budget
/ˈbʌdʒ.ɪt/ = NOUN: προϋπολογισμός;
VERB: προϋπολογίζω;
USER: προϋπολογισμός, προϋπολογισμού, προϋπολογισμό, του προϋπολογισμού, τον προϋπολογισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
build
/bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω;
USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
bulk
/bʌlk/ = NOUN: όγκος, κύριο μέρος;
ADJECTIVE: χονδρικός;
VERB: έχω όγκο ή μέγεθος;
USER: όγκος, κύριο μέρος, χύμα, χύδην, μεγαλύτερο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
businessman
/ˈbɪz.nɪs.mən/ = NOUN: επιχειρηματίας;
USER: επιχειρηματίας, επιχειρηματία, επιχειρηματίας που, επιχειρηματία που
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
buyer
/ˈbaɪ.ər/ = NOUN: αγοραστής, παραγγελιοδότης;
USER: αγοραστής, αγοραστή, αγοραστών, ο αγοραστής
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
bypassed
/ˈbaɪ.pɑːs/ = USER: παρακάμπτεται, παρακαμφθεί, παρακάμπτονται, παρέκαμψε, παράκαμψη
GT
GD
C
H
L
M
O
calculate
/ˈkæl.kjʊ.leɪt/ = VERB: υπολογίζω, λογαριάζω;
USER: υπολογισμό, υπολογίσει, τον υπολογισμό, υπολογίζει, υπολογίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
calculations
/ˌkæl.kjʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: λογαριασμός, υπολογίσμος;
USER: υπολογισμοί, υπολογισμούς, υπολογισμών, οι υπολογισμοί, τους υπολογισμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
call
/kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη;
VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call
GT
GD
C
H
L
M
O
called
/kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
campaign
/kæmˈpeɪn/ = NOUN: εκστρατεία, καμπάνια, εξόρμηση;
VERB: εκστρατεύω;
USER: εκστρατεία, καμπάνια, εκστρατείας, καμπάνιας, εκστρατεία για
GT
GD
C
H
L
M
O
campaigns
/kæmˈpeɪn/ = NOUN: εκστρατεία, καμπάνια, εξόρμηση;
USER: εκστρατείες, καμπάνιες, εκστρατειών, ενημερωτικές εκστρατείες, τις καμπάνιες
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
cancel
/ˈkæn.səl/ = VERB: ακυρώνω, διαγράφω, ματαιώνω, αναβάλλω;
NOUN: ματαίωση;
USER: ακύρωση, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακύρωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
capabilities
/ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα;
USER: δυνατότητες, ικανότητες, δυνατοτήτων, ικανοτήτων, τις δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
capacity
/kəˈpæs.ə.ti/ = NOUN: ικανότητα, χωρητικότητα, ιδιότητα, θέση, αξίωμα, πνευματική αντίληψη;
USER: ικανότητα, χωρητικότητα, ιδιότητα, ικανότητας, χωρητικότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
capturing
/ˈkæp.tʃər/ = VERB: αιχμαλωτίζω, συλλαμβάνω, κατακτώ, κυριεύω;
USER: σύλληψη, συλλαμβάνοντας, τη σύλληψη, καταγραφή, την καταγραφή
GT
GD
C
H
L
M
O
case
/keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής;
VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο;
USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση
GT
GD
C
H
L
M
O
cast
/kɑːst/ = NOUN: καλούπι, εκμαγείο, βλήμα, ιδιάζο χαρακτηριστικό, μήτρα, πρόσωπα δράματος, διανομή ρόλων;
VERB: πετώ, απορρίπτω, ρίπτω, χύνω μέταλλο;
USER: ρίχνει, χυτό, ρίξει, πετάχτηκε, θέσει
GT
GD
C
H
L
M
O
catalog
/ˈkæt.əl.ɒɡ/ = NOUN: κατάλογος;
VERB: καταχωρώ σε κατάλογο, συντάσσω κατάλογο, καταγράφω;
USER: κατάλογος, κατάλογό, καταλόγου, κατάλογο, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
GT
GD
C
H
L
M
O
categories
/ˈkæt.ə.ɡri/ = NOUN: κατηγορία, τάξη;
USER: κατηγορίες, κατηγοριών, τις κατηγορίες, κατηγορία
GT
GD
C
H
L
M
O
centralization
/ˈsen.trə.laɪz/ = NOUN: συγκέντρωση, συγκεντρωτισμός;
USER: συγκέντρωση, συγκεντρωτισμός, συγκέντρωσης, συγκεντρωτισμό, συγκεντρωτισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
centralized
/ˈsen.trə.laɪz/ = VERB: συγκεντρώνω;
USER: συγκεντρωτική, κεντρική, συγκεντρωτικό, κεντρικού, κεντρικής
GT
GD
C
H
L
M
O
certain
/ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής;
USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι
GT
GD
C
H
L
M
O
certainly
/ˈsɜː.tən.li/ = ADVERB: σίγουρα, ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια, φυσικά, μάλιστα;
USER: σίγουρα, ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια, βέβαιο
GT
GD
C
H
L
M
O
challenge
/ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού;
VERB: προκαλώ;
USER: πρόκληση, προκαλώ, διώξει, αμφισβητήσει, αμφισβητήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
change
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
changed
/tʃeɪndʒd/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: άλλαξε, αλλάξει, άλλαξαν, αλλάζει, μεταβληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
changes
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές
GT
GD
C
H
L
M
O
changing
/ˈtʃeɪn.dʒɪŋ/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβαλλόμενες, αλλάζει, την αλλαγή, αλλάζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
channel
/ˈtʃæn.əl/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: κανάλι, δίαυλος, καναλιού, καναλιών, διαύλου
GT
GD
C
H
L
M
O
characters
/ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος;
USER: χαρακτήρες, χαρακτήρων, τους χαρακτήρες, χαρακτήρες που
GT
GD
C
H
L
M
O
charge
/tʃɑːdʒ/ = NOUN: χρέωση, επιβάρυνση, δαπάνη, κατηγορία, γόμωση, έξοδα, εποπτεία, επίθεση, μήνυση, φροντίδα, κηδεμονία;
VERB: φορτίζω;
USER: χρέωση, επιβάρυνση, δαπάνη, υπεύθυνος, επιφορτισμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
chart
/tʃɑːt/ = NOUN: διάγραμμα, πίνακας, λογιστικό σχέδιο, ναυτικός χάρτης, χάρτης υδρογραφικός, χαρτογραφία;
VERB: χαρτογραφώ;
USER: διάγραμμα, γράφημα, χαράξουμε, χαράξει, σχεδιάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
charter
/ˈtʃɑː.tər/ = NOUN: ναύλωση, καταστατικός χάρτης;
VERB: ναυλώνω, παραχωρώ προνόμιο;
USER: ναύλωση, καταστατικός χάρτης, Χάρτη, τσάρτερ, ναύλωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
chasing
/CHās/ = VERB: κυνηγώ, καταδιώκω, διώκω, τρέχω από πίσω, λαξεύω, σκαλίζω;
USER: κυνηγώντας, κυνηγούν, κυνηγάει, κυνήγι, κυνηγάμε
GT
GD
C
H
L
M
O
check
/tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση;
VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω;
USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη
GT
GD
C
H
L
M
O
checked
/tʃekt/ = ADJECTIVE: τσεκαρισμένος, τετραγωνισμένος;
USER: ελέγχθηκαν, ελέγχονται, ελέγχεται, ελεγχθεί, ελεγχθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
checks
/tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση;
VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω;
USER: ελέγχους, ελέγχων, έλεγχοι, επιταγές, τους ελέγχους
GT
GD
C
H
L
M
O
chicks
/CHik/ = USER: νεοσσών, νεοσσοί, νεοσσούς, οι νεοσσοί, γκόμενες,
GT
GD
C
H
L
M
O
child
/tʃaɪld/ = NOUN: παιδί, τέκνο;
USER: παιδί, τέκνο, παιδιού, παιδιών, παιδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
choose
/tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, να επιλέξουν, επιλέξουν, επιλέγουν
GT
GD
C
H
L
M
O
citrix
= USER: Citrix, της Citrix, το Citrix, την Citrix
GT
GD
C
H
L
M
O
city
/ˈsɪt.i/ = NOUN: πόλη, μεγαλούπολη, άστυ;
USER: πόλη, πόλης, της πόλης, Σίτι, Πόλη του
GT
GD
C
H
L
M
O
clear
/klɪər/ = ADJECTIVE: σαφής, αίθριος, διαυγής, καθαρός, διαφανής, πλήρης, φανερός, ευδιάκριτος, ξάστερος, απαλαγμένος;
ADVERB: καθαρά, εντελώς;
VERB: καθαρίζω, αθωώνω;
USER: σαφής, σαφές, καθαρίσετε, καταργήστε, διώξει
GT
GD
C
H
L
M
O
click
/klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος;
VERB: ταιριάζω, κροτώ;
USER: κλικ, κάντε κλικ, πατήστε, κάντε κλικ στο, κάντε κλικ στο κουμπί
GT
GD
C
H
L
M
O
client
/ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, client
GT
GD
C
H
L
M
O
cloud
/klaʊd/ = NOUN: σύννεφο, νέφος, νεφέλη;
VERB: συννεφιάζω, βουρκώνω;
USER: σύννεφο, νέφος, cloud, νέφους, νεφών
GT
GD
C
H
L
M
O
coat
/kəʊt/ = NOUN: παλτό, στρώμα, επίστρωμα, πανωφόρι, επικάλυμμα, σακάκι, επάλειψη, ζακέτα, φόρεμα, τρίχωμα ζώου;
VERB: αλείφω, επικαλύπτω, επιχρίω, επιστρώνω;
USER: παλτό, στρώση, επίστρωση, τρίχωμα, στρώμα
GT
GD
C
H
L
M
O
cockpit
/ˈkɒk.pɪt/ = NOUN: στίβος κοκκορομαχιών, πεδίο μαχών, θέση αεροπόρου, καμπίνα πιλότου;
USER: cockpit, πιλοτήριο, πιλοτηρίου, κόκπιτ, θάλαμο διακυβέρνησης
GT
GD
C
H
L
M
O
code
/kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα;
VERB: κρυπτογραφώ;
USER: κωδικός, κώδικας, κωδικό, κώδικα, κωδικού
GT
GD
C
H
L
M
O
color
/ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρώμα, χρώμα, χρωματισμός, χρωματισμός, μπογιά, μπογιά, σημαία, σημαία;
ADJECTIVE: χρωματικός, χρωματικός;
VERB: χρωματίζω, χρωματίζω, βάφω, βάφω, παίρνω χρώμα, παίρνω χρώμα;
USER: χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη
GT
GD
C
H
L
M
O
columns
/ˈkɒl.əm/ = NOUN: στήλες;
USER: στήλες, στηλών, κίονες, κολώνες, κολόνες
GT
GD
C
H
L
M
O
combination
/ˌkɒm.bɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: μάχη, πάλη, αγών;
VERB: μάχομαι, πολεμώ;
USER: συνδυασμός, συνδυασμό, συνδυασμού, ο συνδυασμός
GT
GD
C
H
L
M
O
combined
/kəmˈbaɪn/ = VERB: συνδυάζω, συνενώνω, συνδυάζομαι, ενώνω;
USER: σε συνδυασμό, συνδυασμό, συνδυάζονται, συνδυάζεται, συνδυαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
comes
/kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
coming
/ˈkʌm.ɪŋ/ = NOUN: ερχομός, έλευση;
ADJECTIVE: ερχόμενος;
USER: έλευση, έρχονται, προέρχονται, έρχεται, που προέρχονται
GT
GD
C
H
L
M
O
communicate
/kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω;
USER: επικοινωνώ, επικοινωνούν, ανακοινώνουν, κοινοποιούν, επικοινωνία
GT
GD
C
H
L
M
O
communication
/kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα;
USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών
GT
GD
C
H
L
M
O
commute
/kəˈmjuːt/ = VERB: ανταλάσσω, χρησιμοποιώ εισιτήριο διάρκειας, ανταλλάσσω, εναλλάσσω, μετατρέπω;
USER: μετακίνηση, μετατρέψει, μετακινούνται, μετατρέψουν, ανταλάσσει
GT
GD
C
H
L
M
O
compact
/kəmˈpækt/ = NOUN: συμπαγής, συμφωνία, συμβόλαιο, πουδριέρα, σύμβαση, θήκη πούδρας;
ADJECTIVE: συμπαγός, πυκνός;
VERB: συμπυκνώνω;
USER: συμπαγής, συμπαγές, συμπαγή, compact, συμπαγείς
GT
GD
C
H
L
M
O
companies
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
comparison
/kəmˈpær.ɪ.sən/ = NOUN: σύγκριση, παρομοίωση, παράθεση;
USER: σύγκριση, σύγκρισης, σχέση, συγκρίσεις, comparison
GT
GD
C
H
L
M
O
comparisons
/kəmˈpær.ɪ.sən/ = NOUN: σύγκριση, παρομοίωση, παράθεση;
USER: συγκρίσεις, συγκρίσεων, οι συγκρίσεις, σύγκριση, τις συγκρίσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
compatible
/kəmˈpæt.ɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: σύμφωνος, συμβιβάσιμος, εν αρμονία;
USER: συμβατό, συμβατή, συμβατές, συμβατά, συμβατών
GT
GD
C
H
L
M
O
complement
/ˈkɒm.plɪ.ment/ = NOUN: συμπλήρωμα;
VERB: συμπληρώνω;
USER: συμπλήρωμα, συμπληρώνουν, συμπληρώσει, συμπληρώνει, συμπλήρωση
GT
GD
C
H
L
M
O
complete
/kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός;
VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω;
USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
comply
/kəmˈplaɪ/ = VERB: συμμορφώνομαι, συμμορφούμαι;
USER: συμμορφώνονται, συμμορφώνεται, συμμορφωθεί, συμμορφωθούν, τηρούν
GT
GD
C
H
L
M
O
component
/kəmˈpəʊ.nənt/ = NOUN: συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, μέρος;
ADJECTIVE: συνθετικός;
USER: συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, στοιχείο, συστατικού
GT
GD
C
H
L
M
O
components
/kəmˈpəʊ.nənt/ = NOUN: συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, μέρος;
USER: εξαρτήματα, συνιστώσες, συστατικά, στοιχεία, εξαρτημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
concept
/ˈkɒn.sept/ = NOUN: έννοια, ιδέα, σχέδιο, γενική ιδέα;
USER: έννοια, ιδέα, έννοιας, αντίληψη, έννοια της
GT
GD
C
H
L
M
O
configurable
= USER: ρύθμισης, ρυθμιζόμενο, διαμόρφωσης, παραμετροποιήσιμο, δυνατότητα ρύθμισης
GT
GD
C
H
L
M
O
configuration
/kənˌfɪɡ.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: διαμόρφωση, σύνθεση, σχηματισμός;
USER: διαμόρφωση, διαμόρφωσης, διάταξη, ρυθμίσεων, ρύθμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
configure
/kənˈfɪɡ.ər/ = USER: ρυθμίσετε, διαμορφώσετε, να ρυθμίσετε, ρυθμίσετε το, διαμόρφωση
GT
GD
C
H
L
M
O
configured
/kənˈfɪɡ.ər/ = USER: ρυθμιστεί, διαμορφωθεί, διαμορφωμένη, διαμορφωμένο, διαμορφώνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
confirm
/kənˈfɜːm/ = VERB: επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, χρίω;
USER: επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώσετε, επιβεβαίωση, επιβεβαιώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
connect
/kəˈnekt/ = VERB: συνδέω, συνδέομαι;
USER: συνδεθείτε, συνδέστε, σύνδεση, συνδέσετε, συνδέουν
GT
GD
C
H
L
M
O
connection
/kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία;
USER: σύνδεση, σχέση, σύνδεσης, πλαίσιο, σύνδεση στο
GT
GD
C
H
L
M
O
considered
/kənˈsɪd.əd/ = VERB: θεωρώ, εξετάζω, σκέπτομαι, μελετώ, λαμβάνω υπ' όψιν;
USER: θεωρούνται, θεωρείται, θεωρηθούν, θεωρείται ότι, εξέτασε
GT
GD
C
H
L
M
O
consistent
/kənˈsɪs.tənt/ = ADJECTIVE: συνεπής, σταθερός;
USER: συνεπής, συνεπή, συνάδει, συνεπείς, σύμφωνη
GT
GD
C
H
L
M
O
console
/kənˈsəʊl/ = NOUN: κονσόλα;
VERB: παρηγορώ;
USER: κονσόλα, παρηγορήσει, κονσόλας, παρηγορήσω, παρηγορήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
consumed
/kənˈsjuːm/ = VERB: καταναλώνω, καταναλίσκω, δαπανώ, καταβροχθίζω, ξοδεύω, σπαταλώ, εξοδεύω;
USER: καταναλώνεται, καταναλώνονται, καταναλωθεί, που καταναλώνονται, που καταναλώνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
consumption
/kənˈsʌmp.ʃən/ = NOUN: καταναλωτής
GT
GD
C
H
L
M
O
contain
/kənˈteɪn/ = VERB: περιέχω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, διαιρούμαι, περικλείω, περιλαμβάνω, χωρώ, περιορίζω;
USER: περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνει, περιλαμβάνουν, να περιέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
content
/kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, ευχαρίστηση;
ADJECTIVE: ικανοποιημένος, ευχαριστημένος;
VERB: ευχαριστώ, ικανοποιώ;
USER: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, το περιεχόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
continue
/kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι;
USER: να συνεχίσει, συνεχίσει, συνεχίζουν, συνεχίσετε, συνεχίσουν, συνεχίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
control
/kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης;
VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω;
USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
conventions
/kənˈven.ʃən/ = NOUN: σύμβαση, συνέλευση, συνέδριο, συνήθεια;
USER: συμβάσεις, συμβάσεων, τις συμβάσεις, συνέδρια, συμβάσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
convert
/kənˈvɜːt/ = VERB: μετατρέπω, σφετερίζομαι, προσηλυτίζω;
NOUN: προσήλυτος;
ADJECTIVE: προσήλυτος;
USER: μετατρέπουν, μετατροπή, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή
GT
GD
C
H
L
M
O
copies
/ˈkɒp.i/ = NOUN: αντίγραφο, αντίτυπο, αντιγραφή, κόπια, ύλη;
VERB: αντιγράφω;
USER: αντίγραφα, αντιγράφων, αντίτυπα, τα αντίγραφα, αντιτύπων
GT
GD
C
H
L
M
O
copying
/ˈkɒp.i/ = VERB: αντιγράφω;
USER: αντιγραφή, αντιγραφής, την αντιγραφή, αντιγράφοντας, αντιγράφετε, αντιγράφετε
GT
GD
C
H
L
M
O
corps
/kɔːr/ = NOUN: σώμα;
USER: σώμα, Σώματος, Corps, σωμάτων, σώματα
GT
GD
C
H
L
M
O
correct
/kəˈrekt/ = ADJECTIVE: σωστός, ορθός, ακριβής;
VERB: διορθώνω, σωφρονίζω, τιμωρώ;
USER: διορθώσει, διόρθωση, διορθώσουν, διορθώσετε, διορθώνει, διορθώνει
GT
GD
C
H
L
M
O
corresponding
= ADJECTIVE: αντίστοιχος;
USER: αντίστοιχος, αντίστοιχη, αντιστοιχεί, αντίστοιχο, αντίστοιχες
GT
GD
C
H
L
M
O
cost
/kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο;
VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ;
USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους
GT
GD
C
H
L
M
O
costing
/ˈkɒs.tɪŋ/ = NOUN: κοστολόγηση;
USER: κοστολόγηση, κοστίζει, κοστολόγησης, κοστίζουν, κόστος
GT
GD
C
H
L
M
O
costings
/ˈkɒs.tɪŋ/ = NOUN: κοστολόγηση;
USER: κοστολόγηση, κοστολογήσεις, κοστολόγηση με, τις κοστολογήσεις, κοστολογήσεις που,
GT
GD
C
H
L
M
O
costs
/kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα;
USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες
GT
GD
C
H
L
M
O
could
/kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
count
/kaʊnt/ = NOUN: αρίθμηση, μέτρημα, κόμης, λογαριασμός, κεφάλαιο κατηγορίας;
VERB: υπολογίζω, μετρώ, λογαριάζω, θεωρώ, αριθμώ;
USER: αρίθμηση, υπολογίζω, αδύναμη, μετράνε, μετρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
covered
/-kʌv.əd/ = ADJECTIVE: σκεπαστός;
USER: καλύπτονται, καλύπτεται, που καλύπτονται, που, καλύπτει
GT
GD
C
H
L
M
O
create
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
creates
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργεί, δημιουργούν, δημιουργείται, προκαλεί
GT
GD
C
H
L
M
O
creating
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
creation
/kriˈeɪ.ʃən/ = NOUN: δημιουργία, κτίση, πλάση;
USER: δημιουργία, δημιουργίας, τη δημιουργία, σύσταση, δημιουργία θέσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
credit
/ˈkred.ɪt/ = NOUN: πίστωση, πίστη, έπαινος, υπόληψη, πεποίθηση, βερεσές, τιμή;
VERB: πιστώνω, δίνω πίστωση, πιστεύω;
USER: πίστωση, πίστη, πιστωτική, πιστωτικών, πιστωτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
criteria
/krīˈti(ə)rēən/ = NOUN: κριτήριο;
USER: κριτήρια, τα κριτήρια, κριτηρίων, κριτήρια που, κριτήρια της
GT
GD
C
H
L
M
O
cumulative
/ˈkyo͞omyələtiv,-ˌlātiv/ = ADJECTIVE: σωρευτικός, συσσωρευτικός, επισωρευτικός;
USER: σωρευτικός, σωρευτική, σωρευτικό, σωρευτικές, αθροιστική
GT
GD
C
H
L
M
O
currencies
/ˈkʌr.ən.si/ = NOUN: νόμισμα, νομίσματα, συνάλλαγμα, χρήματα, χαρτονομίσματα, κυκλοφορία, νόμισμα χώρας;
USER: νομίσματα, νομισμάτων, Νόμισμα, τα νομίσματα
GT
GD
C
H
L
M
O
currently
/ˈkʌr.ənt/ = ADVERB: τη στιγμή;
USER: τη στιγμή, σήμερα, επί του παρόντος, στιγμή, παρόντος
GT
GD
C
H
L
M
O
customer
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
customers
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
cycle
/ˈsaɪ.kl̩/ = NOUN: κύκλος, ποδήλατο, περίοδος, μοτοσυκλέτα;
VERB: ποδηλατώ, κάνω ποδήλατο;
USER: κύκλος, κύκλου, κύκλο, του κύκλου, τον κύκλο
GT
GD
C
H
L
M
O
dashboard
/ˈdæʃ.bɔːd/ = NOUN: ταμπλό, πίνακας όργανων αυτοκίνητου, ταμπλό αυτοκίνητου, πίνακας όργανων αεροπλάνου;
USER: ταμπλό, πίνακα εργαλείων, πίνακα οργάνων, ταμπλώ, ταμπλό του αυτοκινήτου
GT
GD
C
H
L
M
O
dashboards
/ˈdæʃ.bɔːd/ = NOUN: ταμπλό, πίνακας όργανων αυτοκίνητου, ταμπλό αυτοκίνητου, πίνακας όργανων αεροπλάνου;
USER: ταμπλό, πίνακες, dashboards, πίνακες εργαλείων, πίνακες οργάνων
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
database
/ˈdeɪ.tə.beɪs/ = NOUN: βάση δεδομένων;
USER: βάση δεδομένων, βάσης δεδομένων, δεδομένων, βάση, βάσεων δεδομένων
GT
GD
C
H
L
M
O
date
/deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα;
VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού;
USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που
GT
GD
C
H
L
M
O
dates
/deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα;
USER: ημερομηνίες, ημερομηνιών, τις ημερομηνίες, ημερομηνίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
days
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρες, μέρες, ημερών, τις μέρες, ημέρα, ημέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
decide
/dɪˈsaɪd/ = VERB: αποφασίζω, κρίνω, καθορίζω, αποφαίνομαι;
USER: αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, να αποφασίσει, αποφασίσουν, αποφασίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
decision
/dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση;
USER: απόφαση, απόφασης, αποφάσεως, αποφάσεων, απόφασή
GT
GD
C
H
L
M
O
decisions
/dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση;
USER: αποφάσεις, αποφάσεων, οι αποφάσεις, τις αποφάσεις, αποφάσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
decrease
/dɪˈkriːs/ = NOUN: μείωση, ελάττωση, ύφεση;
VERB: μειώ, μειώνω, ελαττώνω, ελαττύ, ελαττούμαι;
USER: μείωση, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
default
/dɪˈfɒlt/ = NOUN: αθέτηση, παράλειψη, αμέλεια, απουσία, παράβαση συμβολαίου, φυγοδικία;
VERB: αθετώ, ερημοδικώ;
USER: αθέτηση, προεπιλογή, προεπιλεγμένη, προεπιλεγμένο, προεπιλεγμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
define
/dɪˈfaɪn/ = VERB: καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω, ερμηνεύω;
USER: ορίζουν, καθορίσουν, καθορίζουν, καθορίσει, καθορίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
defined
/diˈfīn/ = VERB: καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω, ερμηνεύω;
USER: ορίζεται, καθορίζεται, ορίζονται, που ορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
delete
/dɪˈliːt/ = VERB: διαγράφω, σβήνω, αφαιρώ, απαλείφω, εξαλείφω;
USER: διαγραφή, διαγράψετε, διαγράψτε, διαγράψει, διαγραφεί
GT
GD
C
H
L
M
O
deleting
/dɪˈliːt/ = VERB: διαγράφω, σβήνω, αφαιρώ, απαλείφω, εξαλείφω;
USER: διαγραφή, τη διαγραφή, διαγράφοντας, διαγραφής, διαγραφή των
GT
GD
C
H
L
M
O
delivered
/dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω;
USER: διατυπώθηκε, παραδίδονται, παραδοθεί, παραδίδεται, παραδόθηκαν
GT
GD
C
H
L
M
O
deliveries
/dɪˈlɪv.ər.i/ = NOUN: διανομή, γέννα, τοκετός, απαγγελία, παράδοση εμπορεύματος, τρόπος ομιλίας;
USER: παραδόσεις, παραδόσεων, τις παραδόσεις, οι παραδόσεις, των παραδόσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
delivers
/dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω;
USER: παραδίδει, αποδίδει, προσφέρει, παρέχει, δίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
demand
/dɪˈmɑːnd/ = NOUN: ζήτηση, απαίτηση, αίτημα, αξίωση;
VERB: απαιτώ, αξιώ, αξιώνω;
USER: ζήτηση, απαίτηση, αίτημα, ζήτησης, της ζήτησης
GT
GD
C
H
L
M
O
demands
/dɪˈmɑːnd/ = NOUN: ζήτηση, απαίτηση, αίτημα, αξίωση;
VERB: απαιτώ, αξιώ, αξιώνω;
USER: απαιτήσεις, αιτήματα, απαιτήσεων, τις απαιτήσεις, απαιτήσεις των
GT
GD
C
H
L
M
O
democratic
/ˌdeməˈkratik/ = ADJECTIVE: δημοκρατικός;
USER: δημοκρατικός, δημοκρατική, δημοκρατικών, δημοκρατικής, δημοκρατικό
GT
GD
C
H
L
M
O
designed
/dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω;
USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
designer
/dɪˈzaɪ.nər/ = NOUN: σχεδιαστής;
USER: σχεδιαστής, σχεδιαστή, σχεδιαστών, designer, ντιζάιν
GT
GD
C
H
L
M
O
desktop
/ˈdesk.tɒp/ = USER: desktop, επιφάνεια εργασίας, επιτραπέζιο, στην επιφάνεια εργασίας, επιφάνεια
GT
GD
C
H
L
M
O
detail
/ˈdiː.teɪl/ = NOUN: λεπτομέρεια, απόσπασμα;
VERB: ξεχωρίζω για υπηρεσία, ορίζω, διηγούμαι λεπτομερώς;
USER: λεπτομέρεια, λεπτομερώς, λεπτομέρειες, αναλυτικά, λεπτομερέστερα
GT
GD
C
H
L
M
O
detailed
/ˈdiː.teɪld/ = ADJECTIVE: λεπτομερής;
USER: λεπτομερής, λεπτομερείς, λεπτομερή, λεπτομέρειες, λεπτομερών
GT
GD
C
H
L
M
O
details
/ˈdiː.teɪl/ = NOUN: καθέκαστα, μικροπράματα;
USER: λεπτομέρειες, στοιχεία, στοιχείων, πληροφορίες, στοιχείων της, στοιχείων της
GT
GD
C
H
L
M
O
develop
/dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω;
USER: ανάπτυξη, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, την ανάπτυξη, αναπτύξει
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
differentiate
/ˌdɪf.əˈren.ʃi.eɪt/ = VERB: διαφοροποιώ, διακρίνω, κάνω διάκριση, διαφέρω;
USER: διαφοροποιούν, διαφοροποιηθούν, διαφοροποιήσει, διαφοροποίηση, διαφοροποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
dimension
/ˌdaɪˈmen.ʃən/ = NOUN: διάσταση, μέγεθος;
USER: διάσταση, διάστασης, διαστάσεις, διάσταση της, διαστάσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
diploma
/dɪˈpləʊ.mə/ = NOUN: δίπλωμα, πτυχίο;
USER: δίπλωμα, πτυχίο, διπλώματος, πτυχίου, δίπλωμα που
GT
GD
C
H
L
M
O
direct
/daɪˈrekt/ = ADJECTIVE: απευθείας, άμεσος, ευθύς, ειλικρινής;
VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω;
USER: κατευθύνουν, κατευθύνει, άμεση, διευθύνουν, απευθείας
GT
GD
C
H
L
M
O
directory
/dɪˈrek.tər.i/ = NOUN: τηλεφωνικός κατάλογος, διευθηντήριο, κατάλογος ονομάτων με διευθύνσεις;
USER: Κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, directory, ευρετηρίου
GT
GD
C
H
L
M
O
disable
/dɪˈseɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ανίκανο;
USER: απενεργοποίηση, απενεργοποιήσετε, απενεργοποιήστε, απενεργοποίησης, απενεργοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
dispatcher
/dɪˈspætʃər/ = NOUN: αποστολέας;
USER: αποστολέας, αποστολέα, αποστολέα που, αποστολέα που έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
display
/dɪˈspleɪ/ = NOUN: επίδειξη, έκθεση;
VERB: εκθέτω, επιδεικνύω, παρουσιάζω, δείχνω;
USER: επίδειξη, εμφανίσετε, εμφανιστεί, εμφάνιση, εμφανίσει, εμφανίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
displayed
/dɪˈspleɪ/ = ADJECTIVE: εκτεθειμένος;
USER: εμφανίζεται, εμφανίζονται, που εμφανίζεται, εμφανιστεί, αναγράφονται
GT
GD
C
H
L
M
O
disruption
/dɪsˈrʌpt/ = NOUN: αναστάτωση, διάσπαση, διάρρηξη, αποδιοργάνωση, άρνηση πρόσβασης;
USER: αναστάτωση, διάσπαση, αποδιοργάνωση, διάρρηξη, διαταραχή
GT
GD
C
H
L
M
O
distinguished
/dɪˈstɪŋ.ɡwɪʃt/ = ADJECTIVE: διακεκριμένος, διαπρεπής, αριστούχος;
USER: διακεκριμένος, διαπρεπής, διακεκριμένους, διακεκριμένων, διακεκριμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
distribution
/ˌdɪs.trɪˈbjuː.ʃən/ = NOUN: διανομή;
USER: διανομή, διανομής, κατανομή, κατανομής, τη διανομή
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
dock
/dɒk/ = NOUN: προκυμαία, λιμάνι, εδώλιο δικαστήριου;
VERB: πλευρίζω;
USER: προκυμαία, λιμάνι, αποβάθρα, δεξαμενής, dock
GT
GD
C
H
L
M
O
document
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο;
VERB: τεκμηριώνω;
USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που
GT
GD
C
H
L
M
O
documents
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφα;
USER: έγγραφα, εγγράφων, εγγράφων που, των εγγράφων, των εγγράφων που
GT
GD
C
H
L
M
O
doesn
/ˈdʌz.ənt/ = USER: doesn, Δεν έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
doors
/dɔːr/ = NOUN: πόρτα;
USER: πόρτες, θυρών, τις πόρτες, θύρες, οι πόρτες, οι πόρτες
GT
GD
C
H
L
M
O
down
/daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω;
NOUN: χνούδι, πούπουλο;
USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
downtime
/ˈdaʊn.taɪm/ = NOUN: χρόνος αργίας;
USER: downtime, διακοπής, διακοπής λειτουργίας, χρόνο διακοπής, διαστήματα διακοπής
GT
GD
C
H
L
M
O
draws
/drɔː/ = NOUN: κλήρωση, ισοπαλία;
VERB: ζωγραφίζω, σχεδιάζω, σύρω, τραβώ, ελκύω;
USER: εφιστά, εφιστά την, αντλεί, ισοπαλίες, κληρώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
drop
/drɒp/ = NOUN: πτώση, σταγόνα;
VERB: ρίχνω, στάζω, σταλάζω, πίπτω, αφήνω να πέσει;
USER: πτώση, σταγόνα, μειωθεί, πέσει, drop
GT
GD
C
H
L
M
O
each
/iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας;
USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα
GT
GD
C
H
L
M
O
earlier
/ˈɜː.li/ = ADVERB: πρωτύτερα, αρχύτερα;
USER: νωρίτερα, Προγενέστερες, προηγούμενη, προηγουμένως, προηγούμενες, προηγούμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
easier
/ˈiː.zi/ = USER: ευκολότερη, ευκολότερο, ευκολότερα, πιο εύκολο, εύκολο, εύκολο
GT
GD
C
H
L
M
O
easily
/ˈiː.zɪ.li/ = ADVERB: εύκολα;
USER: εύκολα, εύκολα να, εύκολα την, εύκολη, εύκολα θα, εύκολα θα
GT
GD
C
H
L
M
O
easy
/ˈiː.zi/ = ADJECTIVE: εύκολος, άνετος;
USER: εύκολος, εύκολο, εύκολη, εύκολα, πιο εύκολη
GT
GD
C
H
L
M
O
eat
/iːt/ = VERB: φάω, τρώγω;
USER: φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε
GT
GD
C
H
L
M
O
ecosystem
/ˈekōˌsistəm,ˈēkō-/ = USER: οικοσυστήματος, οικοσύστημα, οικοσυστημάτων, οικοσυστήματα, το οικοσύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
effective
/ɪˈfek.tɪv/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, ενεργός, μάχιμος, ισχύων;
USER: αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικά, αποτελεσματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
efficiency
/ɪˈfɪʃənsi/ = NOUN: αποδοτικότητα, ικανότητα, αποδοτικότης, ικανότης, δραστηριότης, δραστηριότητα;
USER: αποδοτικότητα, απόδοσης, αποτελεσματικότητα, απόδοση, αποτελεσματικότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
efficiently
/ɪˈfɪʃ.ənt/ = USER: αποτελεσματικά, αποδοτικά, αποτελεσματική, αποτελεσματικότερα, αποτελεσματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
effort
/ˈef.ət/ = NOUN: προσπάθεια;
USER: προσπάθεια, προσπάθειας, προσπάθειες, προσπάθεια για, προσπαθειών
GT
GD
C
H
L
M
O
either
/ˈaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: είτε;
PRONOUN: εκάτερος, είτε ο ένας είτε ο άλλος;
USER: είτε, ούτε, είτε να
GT
GD
C
H
L
M
O
electronic
/ɪˌlekˈtrɒn.ɪk/ = ADJECTIVE: ηλεκτρονικός;
USER: ηλεκτρονικός, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
ella
= USER: ella, έλλα, Έλενα
GT
GD
C
H
L
M
O
email
/ˈiː.meɪl/ = USER: e-mail, email, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ταχυδρομείου, ταχυδρομείου
GT
GD
C
H
L
M
O
emails
/ˈiː.meɪl/ = USER: e-mail, emails, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μηνύματα, μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
GT
GD
C
H
L
M
O
employees
/ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος;
USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους
GT
GD
C
H
L
M
O
enable
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
enabled
/ɪˈneɪ.bl̩d/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: ενεργοποιημένη, ενεργοποιημένο, ενεργοποιηθεί, επέτρεψε, δυνατότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
enables
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: επιτρέπει, δίνει τη δυνατότητα, επιτρέπει την, δυνατότητα, δίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
enabling
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: επιτρέποντας, επιτρέπει, που επιτρέπει, επιτρέπουν, δυνατότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
end
/end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε;
VERB: τελειώνω, περατώνω;
USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό
GT
GD
C
H
L
M
O
endorsing
/ɪnˈdɔːs/ = VERB: εγκρίνω, επιδοκιμάζω, οπισθογραφώ;
USER: εγκρίνοντας, υιοθετώντας, επικυρώνει, την έγκριση των, έγκριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
enforced
/ɪnˈfɔːs/ = VERB: επιβάλλω, θέτω σε ενέργεια;
USER: εκτελεστεί, επιβάλλεται, επιβληθεί, επιβάλλονται, εκτελούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
enforcement
/ɪnˈfɔːs/ = NOUN: επιβολή;
USER: επιβολή, επιβολής, επιβολής του, εκτέλεση, εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
engine
/ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας;
USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
enhance
/ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω;
USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, την ενίσχυση της, ενισχύσουν, την ενίσχυση
GT
GD
C
H
L
M
O
enhanced
/ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω;
USER: ενισχυμένη, ενισχυμένης, αυξημένη, ενισχυμένο, βελτιωμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
enhancement
/ɪnˈhɑːns/ = NOUN: απορρόφηση;
USER: ενίσχυση, εξάρτημα, βελτίωση, αύξηση, ενίσχυσης
GT
GD
C
H
L
M
O
enhancements
/enˈhansmənt/ = NOUN: απορρόφηση;
USER: βελτιώσεις, αξεσουάρ, βελτιώσεων, βελτιώσεις που, εξαρτήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
enhances
/ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω;
USER: ενισχύει, βελτιώνει, ενισχύει την, αυξάνει, βελτιώνει την
GT
GD
C
H
L
M
O
ensure
/ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι;
USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
enter
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
entire
/ɪnˈtaɪər/ = ADJECTIVE: ολόκληρος;
USER: ολόκληρος, ολόκληρο, ολόκληρο το, ολόκληρη, σύνολο
GT
GD
C
H
L
M
O
entries
/ˈen.tri/ = NOUN: εγγραφή, είσοδος, καταχώριση;
USER: καταχωρήσεις, εγγραφές, καταχωρήσεων, καταχωρίσεις, συμμετοχές
GT
GD
C
H
L
M
O
entry
/ˈen.tri/ = NOUN: εγγραφή, είσοδος, καταχώριση;
USER: είσοδος, εγγραφή, καταχώριση, έναρξη, εισόδου
GT
GD
C
H
L
M
O
environment
/enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο;
USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος
GT
GD
C
H
L
M
O
environments
/enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο;
USER: περιβάλλοντα, περιβαλλόντων, περιβάλλον, περιβάλλοντος
GT
GD
C
H
L
M
O
error
/ˈer.ər/ = NOUN: σφάλμα, λάθος, πλάνη, παρόραμα;
USER: σφάλμα, λάθος, πλάνη, σφάλματος, λάθους
GT
GD
C
H
L
M
O
essay
/ˈes.eɪ/ = NOUN: έκθεση, πραγματεία, δοκιμή;
VERB: δοκιμάζω;
USER: έκθεση, δοκίμιο, δοκιμίου, προς ανάπτυξη, δοκίμιό
GT
GD
C
H
L
M
O
evasive
/ɪˈveɪ.sɪv/ = ADJECTIVE: αμφίλογος, προφασιστικός;
USER: αμφίλογος, evasive, υπεκφυγές, αποφυγής, αόριστες
GT
GD
C
H
L
M
O
even
/ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως;
ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος;
NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός;
USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και
GT
GD
C
H
L
M
O
event
/ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν;
USER: συμβάν, περίπτωση, εκδήλωση, γεγονός, περιπτώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
events
/ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν;
USER: εκδηλώσεις, γεγονότα, τα γεγονότα, εκδηλώσεων, συμβάντα, συμβάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
ever
/ˈev.ər/ = ADVERB: πάντα, πάντοτε, καμιά φορά, ενίοτε;
USER: πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
evolve
/ɪˈvɒlv/ = VERB: αναπτύσσω, εκτυλίσσομαι;
USER: εξελιχθούν, εξελίσσονται, εξελίσσεται, εξελιχθεί, να εξελιχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
exactly
/ɪɡˈzækt.li/ = ADVERB: ακριβώς;
USER: ακριβώς, επακριβώς, ακριβώς το, ακρίβεια, είναι ακριβώς, είναι ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
example
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος
GT
GD
C
H
L
M
O
excel
/ɪkˈsel/ = VERB: προέχω, υπερτερώ;
USER: excel, υπερέχουν, Το Excel, υπερέχει, του Excel
GT
GD
C
H
L
M
O
exchange
/ɪksˈtʃeɪndʒ/ = NOUN: ανταλλαγή, συνάλλαγμα, επικαταλλαγή, χρηματηστήριο;
VERB: ανταλλάσσω;
USER: ανταλλαγή, ανταλλαγής, συναλλάγματος, την ανταλλαγή, ανταλλαγών
GT
GD
C
H
L
M
O
exchanging
/ɪksˈtʃeɪndʒ/ = VERB: ανταλλάσσω;
USER: ανταλλαγή, την ανταλλαγή, ανταλλάσσοντας, ανταλλάσσουν, ανταλλαγής
GT
GD
C
H
L
M
O
excluded
/ɪkˈskluːd/ = VERB: αποκλείω;
USER: αποκλείονται, εξαιρούνται, αποκλειστεί, αποκλείεται, αποκλεισθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
execute
/ˈek.sɪ.kjuːt/ = VERB: εκτελώ, θανατώνω;
USER: εκτελέσει, εκτελούν, εκτέλεση, εκτελέσουν, εκτελεί
GT
GD
C
H
L
M
O
exes
/eks/ = USER: exes, τα exes,
GT
GD
C
H
L
M
O
existing
/ɪɡˈzɪs.tɪŋ/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι;
USER: υφιστάμενες, υπάρχουσες, υπάρχοντα, υφιστάμενα, υφιστάμενων
GT
GD
C
H
L
M
O
expanded
/ikˈspand/ = ADJECTIVE: αναπτυγμένος;
USER: επεκτάθηκε, επεκταθεί, επέκτεινε, διευρυνθεί, επεκταθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
explicit
/ɪkˈsplɪs.ɪt/ = ADJECTIVE: σαφής, ρητός, κατηγορηματικός;
USER: σαφής, ρητός, ρητή, σαφή, ρητά
GT
GD
C
H
L
M
O
extended
/ɪkˈsten.dɪd/ = VERB: επεκτείνω, παρατείνω, εκτείνω, τείνω, εκτείνομαι;
USER: Εκτεταμένη, εκτεταμένο, παρατεταμένη, όλο, όλο το
GT
GD
C
H
L
M
O
extensibility
= NOUN: έκτατο;
USER: επεκτασιμότητα, εκτατότητος, εκτασιμότητας, εκτασιμότητα, εκτατότητας,
GT
GD
C
H
L
M
O
external
/ɪkˈstɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εξωτερικός;
USER: εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικής
GT
GD
C
H
L
M
O
factors
/ˈfæk.tər/ = NOUN: παράγοντας, συντελεστής, πράκτορας, παράγοντας προστασίας, μεσίτης, SPF;
USER: παράγοντες, παραγόντων, παράγοντες που, συντελεστές, τους παράγοντες
GT
GD
C
H
L
M
O
fast
/fɑːst/ = ADVERB: γρήγορα, με ταχύ ρυθμό;
ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, στερεός, άσωτος;
NOUN: νηστεία;
VERB: νηστεύω;
USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
faster
/fɑːst/ = USER: γρηγορότερα, ταχύτερη, ταχύτερα, πιο γρήγορα, γρήγορα
GT
GD
C
H
L
M
O
feature
/ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα;
VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω;
USER: χαρακτηριστικό, δυνατότητα, διαθέτουν, λειτουργία, χαρακτηριστικό γνώρισμα
GT
GD
C
H
L
M
O
features
/ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα;
VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω;
USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες
GT
GD
C
H
L
M
O
feel
/fiːl/ = VERB: αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, αγγίζω, πασπατεύω;
NOUN: αφή;
USER: αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε, αισθανθείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
feelings
/ˈfiː.lɪŋ/ = NOUN: αίσθημα, συναίσθημα, αφή;
USER: συναισθήματα, αισθήματα, τα συναισθήματα, συναισθημάτων, συναισθήματά
GT
GD
C
H
L
M
O
feels
/fiːl/ = VERB: αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, αγγίζω, πασπατεύω;
NOUN: αφή;
USER: αισθάνεται, θεωρεί, νιώθει, πιστεύει, κρίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
few
/fjuː/ = ADJECTIVE: λίγοι, μερικοί, ολίγοι;
USER: λίγοι, μερικοί, λίγα, μερικά, λίγες, λίγες
GT
GD
C
H
L
M
O
fiat
/ˈfiː.æt/ = NOUN: διάταγμα, εξουσιοδότηση;
USER: διάταγμα, εξουσιοδότηση, Fiat, της Fiat, η Fiat
GT
GD
C
H
L
M
O
field
/fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο;
USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
fields
/fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο;
USER: πεδία, τομείς, πεδίων, τα πεδία, στους τομείς
GT
GD
C
H
L
M
O
file
/faɪl/ = NOUN: αρχείο, λίμα, ντοσιέ, ρίνη, αράδα, στοίχος;
VERB: λιμάρω, ρινίζω, αρχειοθέτω, ταξινομώ αρχεία, βαδίζω κατά σειρά;
USER: αρχείο, αρχείου, αρχείων, το αρχείο, φάκελο
GT
GD
C
H
L
M
O
files
/faɪl/ = NOUN: αρχείο, λίμα, ντοσιέ, ρίνη, αράδα, στοίχος;
USER: αρχεία, αρχείων, τα αρχεία, φακέλων, αρχεία που
GT
GD
C
H
L
M
O
filter
/ˈfɪl.tər/ = NOUN: φίλτρο, διηθητικό κύκλωμα, διυλιστήριο;
VERB: φιλτράρω, λαμπικάρω, διηθώ, διυλίζω;
USER: φίλτρο, φιλτράρισμα, φιλτράρετε, φιλτράρουν, φιλτράρει
GT
GD
C
H
L
M
O
filters
/ˈfɪl.tər/ = NOUN: φίλτρο, διηθητικό κύκλωμα, διυλιστήριο;
USER: φίλτρα, φίλτρων, τα φίλτρα, των φίλτρων, Φιλτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
finally
/ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει;
USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους
GT
GD
C
H
L
M
O
financial
/faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός;
NOUN: γενική λογιστική;
USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
GT
GD
C
H
L
M
O
find
/faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη;
VERB: βρίσκω, ευρίσκω;
USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
finish
/ˈfɪn.ɪʃ/ = NOUN: φινίρισμα, τέλος, επεξεργασία;
VERB: τελειώνω, τελειοποιώ, περατώ;
USER: φινίρισμα, τέλος, τελειώνω, τελειώσει, ολοκληρώσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
fire
/faɪər/ = NOUN: φωτιά, πυρκαγιά, πυρ, πυρκαϊά;
VERB: πυροβολώ, φλέγω, ανάπτω;
USER: φωτιά, πυρκαγιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρκαγιών
GT
GD
C
H
L
M
O
fixed
/fɪkst/ = ADJECTIVE: σταθερός, καθορισμένος, πάγιος, ακίνητος, τακτός;
USER: καθορίζεται, καθοριστεί, σταθερό, καθορίζονται, καθορισθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
flexibility
/ˈflek.sɪ.bl̩/ = NOUN: ευκαμψία;
USER: ευκαμψία, ευελιξία, ευελιξίας, την ευελιξία, ελαστικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
flexible
/ˈflek.sɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ευέλικτος, εύκαμπτος;
USER: ευέλικτος, εύκαμπτος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευέλικτες
GT
GD
C
H
L
M
O
focus
/ˈfəʊ.kəs/ = NOUN: εστία;
VERB: συγκεντρώ, ρυθμίζω, συγκεντρώνω;
USER: εστίαση, επικεντρωθούν, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, εστιάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
focused
/ˈfəʊ.kəst/ = USER: επικεντρώθηκε, εστιάζεται, επικεντρώθηκαν, επικεντρώνεται, εστιασμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
following
/ˈfɒl.əʊ.ɪŋ/ = NOUN: εξής, παρακολούθηση, ακολουθία;
ADJECTIVE: ακόλουθος;
USER: εξής, μετά, μετά από, κατόπιν, μετά την, μετά την
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
forced
/fɔːst/ = ADJECTIVE: vynucený, přinucený, křečovitý;
USER: αναγκαστική, αναγκάζονται, αναγκάζεται, αναγκάστηκε, ανάγκασε, ανάγκασε
GT
GD
C
H
L
M
O
forecast
/ˈfɔː.kɑːst/ = NOUN: πρόγνωση, πρόβλεψη, παραγγελία, προαγγελία;
VERB: προβλέπω, προσχεδιάζω;
USER: πρόγνωση, πρόβλεψη, προβλέψεις, προβλέψεων, πρόβλεψης
GT
GD
C
H
L
M
O
forecasting
/ˈfɔː.kɑːst/ = VERB: προβλέπω, προσχεδιάζω;
USER: πρόβλεψης, πρόβλεψη, την πρόβλεψη, προβλέψεις, πρόγνωση
GT
GD
C
H
L
M
O
form
/fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα;
VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ;
USER: μορφή, φόρμα, έντυπο, μορφής, υπό μορφή
GT
GD
C
H
L
M
O
format
/ˈfɔː.mæt/ = NOUN: σχήμα και διάταξις βιβλίου;
USER: format, μορφή, φορμά, μορφής, μορφότυπο
GT
GD
C
H
L
M
O
formation
/fɔːˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: σχηματισμός, διαμόρφωση, συγκρότηση, πλάση, σύσταση επιχείρησης;
USER: σχηματισμός, διαμόρφωση, συγκρότηση, σχηματισμό, σχηματισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
formerly
/ˈfɔː.mə.li/ = ADVERB: προηγουμένως, πρωτύτερα;
USER: προηγουμένως, πρώην, παλαιότερα, παρελθόν, στο παρελθόν
GT
GD
C
H
L
M
O
forms
/fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα;
VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ;
USER: έντυπα, μορφές, εντύπων, φόρμες, μορφών
GT
GD
C
H
L
M
O
forwards
/ˈfɔː.wədz/ = ADVERB: εμπρός;
USER: εμπρός, προς τα εμπρός, τα εμπρός, διαβιβάζει, προωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
four
/fɔːr/ = USER: four-, four, four;
USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις
GT
GD
C
H
L
M
O
framework
/ˈfreɪm.wɜːk/ = NOUN: rámec;
USER: πλαίσιο, πλαισίου, πλαίσια, πλαίσιο που, πλαίσιο που
GT
GD
C
H
L
M
O
fraud
/frɔːd/ = ADVERB: ειλικρινά
GT
GD
C
H
L
M
O
free
/friː/ = ADVERB: δωρεάν, τζάμπα;
ADJECTIVE: ελεύθερος, απηλλαγμένος, ανέξοδος;
VERB: ελευθερώνω;
USER: δωρεάν, ελεύθερος, Ατελώς, ελεύθερη, χωρίς, χωρίς
GT
GD
C
H
L
M
O
freight
/freɪt/ = NOUN: φορτίο, ναύλος, ναύλωση, μέσο μεταφοράς;
VERB: ναυλώνω;
USER: φορτίο, ναύλος, εμπορευματικών, εμπορευμάτων, εμπορευματικών μεταφορών
GT
GD
C
H
L
M
O
frequent
/ˈfriː.kwənt/ = ADJECTIVE: συχνός;
VERB: συχνάζω;
USER: συχνός, συχνές, συχνή, συχνών, συχνό
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
full
/fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός;
VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα;
USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες
GT
GD
C
H
L
M
O
fully
/ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα;
USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως
GT
GD
C
H
L
M
O
fun
/fʌn/ = NOUN: διασκέδαση, κέφι, αστείο;
USER: διασκέδαση, διασκεδαστικό, τη διασκέδαση, διασκέδασης, διασκεδάσουν, διασκεδάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
function
/ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα;
USER: λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
GT
GD
C
H
L
M
O
functionality
/ˌfʌŋk.ʃənˈæl.ə.ti/ = USER: λειτουργικότητα, λειτουργικότητας, λειτουργία, λειτουργίες, τη λειτουργικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
functions
/ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα;
USER: λειτουργίες, συναρτήσεις, λειτουργιών, τις λειτουργίες, καθήκοντα
GT
GD
C
H
L
M
O
fund
/fʌnd/ = ADJECTIVE: λειτουργικός, υπηρεσιακός;
USER: κεφάλαιο, Ταμείο, Ταμείου, κεφαλαίων, του Ταμείου
GT
GD
C
H
L
M
O
funding
/ˈfʌn.dɪŋ/ = VERB: συγκεντρώ εις χρεώγραφα;
USER: χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, η χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, της χρηματοδότησης
GT
GD
C
H
L
M
O
fury
/ˈfjʊə.ri/ = NOUN: μανία, οργή, σύσσα, αριννύς;
USER: μανία, οργή, Fury, μανίας, Φιούρι
GT
GD
C
H
L
M
O
future
/ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων;
NOUN: μέλλοντας, μέλλο;
USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
GT
GD
C
H
L
M
O
general
/ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός;
NOUN: στρατηγός;
USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές
GT
GD
C
H
L
M
O
generate
/ˈdʒen.ər.eɪt/ = VERB: παράγω, γεννώ;
USER: παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, δημιουργία, παράγει
GT
GD
C
H
L
M
O
gives
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: δίνει, δίδει, παρέχει, εκδίδει, σας δίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
giving
/ɡɪv/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, δίνοντας, δίνει, κατάφερε να βρει, δίνοντάς, δίνοντάς
GT
GD
C
H
L
M
O
going
/ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός;
ADJECTIVE: πηγαιμός;
USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
good
/ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός;
USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά
GT
GD
C
H
L
M
O
goods
/ɡʊd/ = NOUN: εμπορεύματα;
USER: εμπορεύματα, εμπορευμάτων, αγαθών, προϊόντα, αγαθά
GT
GD
C
H
L
M
O
granting
/ɡrɑːnt/ = NOUN: χορήγηση, αμνήστευση;
USER: χορήγηση, τη χορήγηση, χορήγησης, χορηγήσεως, παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
greater
/ˈɡreɪ.tər/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερης, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος
GT
GD
C
H
L
M
O
group
/ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία;
VERB: συμπλέκω;
USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που
GT
GD
C
H
L
M
O
grouped
/gro͞op/ = VERB: συμπλέκω;
USER: ομαδοποιημένος, ομαδοποιούνται, ομαδοποιηθούν, ομαδοποιημένες, ομαδοποιημένα
GT
GD
C
H
L
M
O
guarantee
/ˌɡær.ənˈtiː/ = NOUN: εγγύηση, εγγυητής;
VERB: εγγυώμαι;
USER: εγγύηση, εγγυηθεί, εγγυάται, εγγυώνται, εξασφαλιστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
gym
/dʒɪm/ = NOUN: γυμναστήριο, γυμνάσιο;
USER: γυμναστήριο, γυμναστηρίου, γυμναστικής, γυμναστική
GT
GD
C
H
L
M
O
hana
= USER: hana, Χάνα
GT
GD
C
H
L
M
O
hand
/hænd/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου;
VERB: θίγω, εγχειρίζω;
USER: χέρι, πλευρά, το χέρι, χεριού, χεριών
GT
GD
C
H
L
M
O
handling
/ˈhænd.lɪŋ/ = ADJECTIVE: χειριζόμενος;
USER: χειρισμό, χειρισμού, το χειρισμό, χειρισμός, χειρισμό των
GT
GD
C
H
L
M
O
hanna
= USER: Hanna, Χάνα, Ηαηη
GT
GD
C
H
L
M
O
happy
/ˈhæp.i/ = ADJECTIVE: ευτυχής, ευτυχισμένος;
USER: ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο, ευτυχισμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
having
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχοντας, έχει, έχουν, που έχει, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
he
/hiː/ = PRONOUN: αυτός;
USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
head
/hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός;
VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός;
USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
header
/ˈhed.ər/ = NOUN: επί κεφαλής, μακροβούτι, κεφαλιά στο ποδόσφαιρο;
USER: header, κεφαλίδα, επικεφαλίδα, κεφαλίδας, μπάλα
GT
GD
C
H
L
M
O
healing
/hiːl/ = ADJECTIVE: φαρμακευτικός;
USER: επούλωση, θεραπεία, επούλωσης, θεραπείας, θεραπευτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
height
/haɪt/ = NOUN: ύψος, ανάστημα, μπόι;
USER: ύψος, ύψους, Υψος, το ύψος, ύψος του
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
henna
/ˈhen.ə/ = NOUN: κίννα;
USER: κίννα, henna, χένα, η χέννα, χένας,
GT
GD
C
H
L
M
O
here
/hɪər/ = ADVERB: εδώ;
USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
hierarchy
/ˈhaɪə.rɑː.ki/ = NOUN: ιεραρχία;
USER: ιεραρχία, ιεραρχίας, ιεράρχηση, ιεράρχησης, ιεράρχηση των
GT
GD
C
H
L
M
O
high
/haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος;
ADVERB: ψηλά;
USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
GT
GD
C
H
L
M
O
higher
/ˈhaɪ.ər/ = USER: υψηλότερα, υψηλότερες, υψηλότερη, υψηλότερο, μεγαλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
highlight
/ˈhaɪ.laɪt/ = NOUN: αποκορύφωμα;
VERB: δίδω έμφασιν;
USER: επισημάνετε, τονίζουν, υπογραμμίζουν, τονίσει, επισημάνω
GT
GD
C
H
L
M
O
highlighted
/ˈhaɪ.laɪt/ = VERB: δίδω έμφασιν;
USER: τόνισε, υπογράμμισε, επισημαίνονται, επισημανθεί, τονίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
highlights
/ˈhaɪ.laɪt/ = NOUN: ανταύγειες;
USER: ανταύγειες, Highlights, τονίζει, Τα κυριότερα σημεία, αναδεικνύει
GT
GD
C
H
L
M
O
hind
/haɪnd/ = ADJECTIVE: οπίσθιος;
NOUN: θηλειά έδαφος;
USER: οπίσθιος, πίσω, οπίσθια, οπίσθιο, οπισθίου
GT
GD
C
H
L
M
O
his
/hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του
GT
GD
C
H
L
M
O
hit
/hɪt/ = NOUN: επιτυχία, κτύπημα, σουξέ;
VERB: χτυπώ, κτυπώ, επιτυγχάνω;
USER: επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, έπληξε, χτυπήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
html
GT
GD
C
H
L
M
O
https
/ˌeɪtʃ.tiː.tiːˈpiː/ = USER: https, διεύθυνση https, HTTPS για, το HTTPS, πρωτόκολλο HTTPS
GT
GD
C
H
L
M
O
human
/ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος;
USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
identical
/aɪˈden.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: απαράλλακτος, εντελώς ο ίδιος;
USER: πανομοιότυπα, ταυτόσημες, όμοια, πανομοιότυπες, ταυτόσημη
GT
GD
C
H
L
M
O
identify
/aɪˈden.tɪ.faɪ/ = VERB: αναγνωρίζω, εξευρίσκω, βεβαιώ την ταυτότητα, εξακριβώνω ταυτότητα, συνταυτίζω;
USER: προσδιορίσει, προσδιορίζουν, εντοπίσει, τον εντοπισμό, εντοπισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
ifrs
= USER: ΔΠΧΠ, Δ.Π.Χ.Π., ΔΠΧΑ, Δ.Π.Χ.Α., IFRS
GT
GD
C
H
L
M
O
image
/ˈɪm.ɪdʒ/ = NOUN: εικών, ομοίωμα;
VERB: εικονίζω, φαντάζομαι;
USER: image, εικόνα, εικόνας, την εικόνα, εικόνα από
GT
GD
C
H
L
M
O
immigration
/ˌɪm.ɪˈɡreɪ.ʃən/ = NOUN: μετανάστευση;
USER: μετανάστευση, μετανάστευσης, τη μετανάστευση, της μετανάστευσης, μεταναστευτική
GT
GD
C
H
L
M
O
impact
/imˈpakt/ = NOUN: σύγκρουση;
VERB: προσκρούω, εμπήγω;
USER: επιπτώσεις, επίπτωση, αντίκτυπος, επιπτώσεων, αντίκτυπο
GT
GD
C
H
L
M
O
impeccable
/ɪmˈpek.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: άψογος, αναμάρτητος;
USER: άψογος, άψογη, άψογο, επίσης πολλές, άψογες
GT
GD
C
H
L
M
O
implement
/ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εργαλείο, σκεύος;
VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα;
USER: εφαρμογή, εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόσει, εφαρμόζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
implemented
/ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα;
USER: εφαρμοστεί, εφαρμόζονται, υλοποιηθεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
import
/ɪmˈpɔːt/ = NOUN: εισαγωγή, σημασία, εισαγόμενο εμπόρευμα, σπουδαιότητα;
VERB: εισάγω;
USER: εισαγωγή, εισαγωγής, εισάγουν, εισαγάγετε, εισάγει
GT
GD
C
H
L
M
O
improved
/ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτιωθεί, βελτιώθηκε, βελτιωθούν, βελτίωση, βελτιωμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
include
/ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω;
USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
includes
/ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω;
USER: περιλαμβάνει, συμπεριλαμβάνει, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει την, περιλαμβάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
including
/ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου;
USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των
GT
GD
C
H
L
M
O
incorporating
/inˈkôrpəˌrāt/ = VERB: ενσωματώνω, συσσωματώ, συνενώ, συνενούμαι;
USER: ενσωματώνοντας, ενσωματώνουν, ενσωμάτωση, ενσωματώνει, την ενσωμάτωση
GT
GD
C
H
L
M
O
increase
/ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση;
VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω;
USER: αύξηση, αυξήσει, αυξηθεί, την αύξηση, αυξήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
increasing
/ɪnˈkriːs/ = VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω;
USER: αύξηση, αυξάνοντας, την αύξηση της, αύξηση της, την αύξηση
GT
GD
C
H
L
M
O
increment
/ˈɪŋ.krə.mənt/ = NOUN: αύξηση, προσαύξηση, επαύξηση;
USER: αυξήσετε, προσαυξήσετε, προσαυξάνει, αυξήσουμε, επαυξάνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
independent
/ˌindəˈpendənt/ = ADJECTIVE: ανεξάρτητος;
USER: ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες
GT
GD
C
H
L
M
O
indirect
/ˌɪn.daɪˈrekt/ = ADJECTIVE: έμμεσος, πλάγιος;
USER: έμμεσος, έμμεση, έμμεσες, έμμεσης, έμμεσων
GT
GD
C
H
L
M
O
individual
/ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο;
ADJECTIVE: ατομικός, προσωπικός;
USER: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική
GT
GD
C
H
L
M
O
indoor
/ˌɪnˈdɔːr/ = ADJECTIVE: εσωτερικός;
USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικούς, εσωτερικές, εσωτερικού
GT
GD
C
H
L
M
O
industry
/ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία;
USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
informed
/ɪnˈfɔːmd/ = ADJECTIVE: προειδοποίητος;
USER: ενημερωμένοι, ενημερωθείτε, ενημέρωσε, ενημερώνονται, ενημερώνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
infrastructure
/ˈinfrəˌstrəkCHər/ = NOUN: υποδομή;
USER: υποδομή, υποδομής, υποδομών, υποδομές, των υποδομών
GT
GD
C
H
L
M
O
initiated
/ɪˈnɪʃ.i.eɪt/ = VERB: μυώ, εισάγω;
USER: κίνησε, ξεκίνησε, άρχισε, ξεκινήσει, κινήθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
innovations
/ˌɪn.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: καινοτομία, νεωτερισμός, ανακαίνιση;
USER: καινοτομίες, καινοτομιών, καινοτομίες που, καινοτομία
GT
GD
C
H
L
M
O
input
/ˈɪn.pʊt/ = NOUN: εισαγωγή, ενέργεια, εισαγόμενη δύναμη;
USER: εισαγωγή, εισόδου, είσοδο, εισροών, εισαγωγής
GT
GD
C
H
L
M
O
install
/ɪnˈstɔːl/ = VERB: εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω;
USER: εγκαταστήσετε, εγκατάσταση, εγκαταστήσει, εγκαταστήστε, εγκαταστήσετε το
GT
GD
C
H
L
M
O
installation
/ˌɪn.stəˈleɪ.ʃən/ = NOUN: εγκατάσταση, εγκαθίδρυση;
USER: εγκατάσταση, εγκατάστασης, τοποθέτηση, την εγκατάσταση, εγκατάσταση του
GT
GD
C
H
L
M
O
installations
/ˌɪn.stəˈleɪ.ʃən/ = NOUN: εγκατάσταση, εγκαθίδρυση;
USER: εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεων, τις εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεις που, εγκαταστάσεων που
GT
GD
C
H
L
M
O
instances
/ˈɪn.stəns/ = NOUN: παράδειγμα, περιστατικό, υπόδειξη;
USER: περιπτώσεις, παρουσίες, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
instead
/ɪnˈsted/ = ADVERB: αντί, αντί αυτού, σε αντικατάσταση, εις αντικατάσταση;
USER: αντί, αντί να, αντί για, αντί για
GT
GD
C
H
L
M
O
integrated
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος;
USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
integration
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = NOUN: ολοκλήρωση;
USER: ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης
GT
GD
C
H
L
M
O
integrity
/ɪnˈteɡ.rə.ti/ = NOUN: ακεραιότητα, ακεραιότης;
USER: ακεραιότητα, ακεραιότητας, την ακεραιότητα, της ακεραιότητας, η ακεραιότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
intelligence
/inˈtelijəns/ = NOUN: νοημοσύνη, εξυπνάδα, πληροφορία, είδηση;
USER: νοημοσύνη, εξυπνάδα, νοημοσύνης, ευφυΐα, μυστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
intelligent
/inˈtelijənt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, νοήμων;
USER: έξυπνος, νοήμων, ευφυή, έξυπνη, ευφυής
GT
GD
C
H
L
M
O
interactive
/ˌintərˈaktiv/ = ADJECTIVE: αλληλεπιδραστικός;
USER: διαδραστικό, διαδραστικά, διαδραστική, διαδραστικές, διαδραστικών, διαδραστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
interesting
/ˈɪn.trəs.tɪŋ/ = ADJECTIVE: ενδιαφέρων;
USER: ενδιαφέρων, ενδιαφέρον, ενδιαφέρουσα, ενδιαφέροντα, ενδιαφέρουσες
GT
GD
C
H
L
M
O
interface
/ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: interface, διεπαφή, διασύνδεση, διεπαφής, διασύνδεσης
GT
GD
C
H
L
M
O
internal
/ɪnˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εσωτερικός;
USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικό
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
introduce
/ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ;
USER: εισαγάγει, εισάγουν, εισαγάγουν, εισαγωγή, εισάγει
GT
GD
C
H
L
M
O
introduced
/ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ;
USER: εισήγαγε, εισάγεται, θεσπίστηκε, εισήχθη, παρουσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
introduces
/ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ;
USER: εισάγει, θεσπίζει, καθιερώνει, παρουσιάζει, προβλέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
introducing
/ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ;
USER: εισάγοντας, εισαγωγή, θέσπιση, την εισαγωγή, καθιέρωση
GT
GD
C
H
L
M
O
introduction
/ˌɪn.trəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: εισαγωγή, σύσταση, προλεγόμενα;
USER: εισαγωγή, καθιέρωση, εισαγωγής, θέσπιση, εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
invalidation
/ɪnˈvæl.ɪ.deɪt/ = NOUN: ακύρωση;
USER: ακύρωση, ακύρωσης, ακυρότητας, ακυρότητα, ακυρότητας ισχύει,
GT
GD
C
H
L
M
O
inventory
/ˈɪn.vən.tər.i/ = NOUN: καταγραφή εμπορευμάτων, απογραφή εμπορευμάτων;
USER: απογραφή, απογραφής, απόθεμα, αποθέματος, αποθεμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
invoice
/ˈɪn.vɔɪs/ = NOUN: τιμολόγιο, μπίλ;
VERB: τιμολογώ;
USER: τιμολόγιο, τιμολογίου, τιμολόγιο που, τιμολογίων
GT
GD
C
H
L
M
O
invoices
/ˈɪn.vɔɪs/ = NOUN: τιμολόγιο, μπίλ;
USER: τιμολόγια, τιμολογίων, τα τιμολόγια, των τιμολογίων, τιμολόγια που
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
issue
/ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος;
VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ;
USER: έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης
GT
GD
C
H
L
M
O
issues
/ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος;
VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ;
USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, τα ζητήματα, θέματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
item
/ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα;
USER: είδος, στοιχείο, σημείο, αντικείμενο, προϊόν
GT
GD
C
H
L
M
O
items
/ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα;
USER: στοιχεία, αντικείμενα, αντικειμένων, είδη, τα στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
itself
/ɪtˈself/ = PRONOUN: εαυτό, αυτό κάθε αυτό;
USER: εαυτό, ίδια, ίδιο, η ίδια, μόνη
GT
GD
C
H
L
M
O
job
/dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ;
VERB: διαπραγματεύομαι αξίες;
ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος;
USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
journal
/ˈdʒɜː.nəl/ = NOUN: εφημερίδα, ημερολόγιο, οδοιπορία, στροφέας άξονα, ημερολόγιο διάφορων πράξεων;
USER: εφημερίδα, ημερολόγιο, περιοδικό, Εφημερίδα αριθ., περιοδικού
GT
GD
C
H
L
M
O
journalist
/ˈjərnl-ist/ = NOUN: δημοσιογράφος;
USER: δημοσιογράφος, δημοσιογράφου, δημοσιογράφο
GT
GD
C
H
L
M
O
judy
/ˈjo͞odē/ = USER: Judy, Τζούντι, την Τζούντι, Άννα
GT
GD
C
H
L
M
O
keep
/kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί;
VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
keeper
/ˈkiː.pər/ = NOUN: φύλακας, φύλαξ;
USER: φύλακας, τερματοφύλακα, τερματοφύλακα και, μπάλα, αντίπαλο τερματοφύλακα
GT
GD
C
H
L
M
O
kept
/kept/ = VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: φυλάσσονται, τηρούνται, διατηρούνται, διατηρείται, διατηρηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
key
/kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο;
VERB: τονίζω;
USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό
GT
GD
C
H
L
M
O
keypad
/ˈkiː.pæd/ = USER: πληκτρολόγιο, πληκτρολογίου, το πληκτρολόγιο, του πληκτρολογίου
GT
GD
C
H
L
M
O
kpi
/ˌkeɪ.piːˈaɪ/ = USER: KPI, ΚΡΙ, δείκτη KPI, ΒΔΕ, ΒΔΑ
GT
GD
C
H
L
M
O
landscape
/ˈlænd.skeɪp/ = NOUN: τοπίο;
USER: τοπίο, τοπίου, θαλασσινό, το τοπίο, τοπίων
GT
GD
C
H
L
M
O
landscapes
/ˈlænd.skeɪp/ = NOUN: τοπίο;
USER: τοπία, τοπίων, τα τοπία, τοπίο, τοπίου
GT
GD
C
H
L
M
O
large
/lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο;
ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς;
USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα
GT
GD
C
H
L
M
O
last
/lɑːst/ = ADJECTIVE: τελευταίος, τελικός, ύστατος;
NOUN: καλαπόδι;
VERB: διαρκώ;
USER: τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίας, περασμένο, περασμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
lastly
/ˈlɑːst.li/ = ADVERB: εν τέλει;
USER: εν τέλει, Τέλος
GT
GD
C
H
L
M
O
later
/ˈleɪ.tər/ = ADVERB: αργότερα, ύστερα;
NOUN: βραδύτερο;
ADJECTIVE: ύστερος, νεώτερος, υστερόχρονος, βραδύτερος;
USER: αργότερα, αργότερο, μεταγενέστερη, μετά, μεταγενέστερο
GT
GD
C
H
L
M
O
layer
/ˈleɪ.ər/ = NOUN: στρώμα, επίπεδο, βλαστός ριζούμενος, ωοτόκος όρνις;
USER: στρώμα, επίπεδο, στιβάδα, στρώση, στρώματος
GT
GD
C
H
L
M
O
leas
/lē/ = NOUN: λιβάδι, λειβάδι, λειμών;
USER: leas, μισθωτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
least
/liːst/ = ADVERB: ελάχιστα;
ADJECTIVE: ελάχιστος, ολίγιστος, μικρότατος;
USER: τουλάχιστον, λιγότερο, τουλάχιστον το, τουλάχιστον το
GT
GD
C
H
L
M
O
leave
/liːv/ = NOUN: άδεια;
VERB: φύγω, αφήνω, φεύγω, αναχωρώ;
USER: άδεια, φύγω, άφησε, αφήσει, αφήνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
ledger
/ˈledʒ.ər/ = NOUN: καθολικό, κατάστιχο, καθολικό λογιστική;
USER: καθολικό, βιβλίο, καθολικού, βιβλίου, γενικού καθολικού
GT
GD
C
H
L
M
O
legal
/ˈliː.ɡəl/ = ADJECTIVE: νομικός, νόμιμος;
USER: νόμιμος, νομικός, νομική, νομικό, νομικές
GT
GD
C
H
L
M
O
let
/let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω;
NOUN: μίσθωση, κώλυμα;
USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
letter
/ˈlet.ər/ = NOUN: επιστολή, γράμμα;
VERB: σημειώ με γράμματα;
USER: επιστολή, γράμμα, με, με την, έγγραφο
GT
GD
C
H
L
M
O
level
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο
GT
GD
C
H
L
M
O
levels
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδα, τα επίπεδα, επιπέδων, επίπεδο, των επιπέδων, των επιπέδων
GT
GD
C
H
L
M
O
leverage
/ˈliː.vər.ɪdʒ/ = NOUN: μόχλευση, δύναμη του μοχλού;
USER: μόχλευση, μόχλευσης, επιρροή, δύναμη, μοχλός
GT
GD
C
H
L
M
O
leverages
/ˈliː.vər.ɪdʒ/ = NOUN: μόχλευση, δύναμη του μοχλού;
USER: αξιοποιεί, αξιοποιεί την, αξιοποιεί το, εκμεταλλεύεται
GT
GD
C
H
L
M
O
library
/ˈlaɪ.brər.i/ = ADJECTIVE: βιβλιοθήκη;
USER: βιβλιοθήκη, βιβλιοθήκης, Library, βιβλιοθηκών, της βιβλιοθήκης
GT
GD
C
H
L
M
O
license
/ˈlaɪ.səns/ = NOUN: άδεια, άδεια, επαγγελματική άδεια, επαγγελματική άδεια, υπερβολική ελευθερία, υπερβολική ελευθερεία;
VERB: δίδω άδεια, δίδω άδεια;
USER: άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
lifecycle
/ˈlaɪsənsər/ = USER: κύκλου ζωής, διάρκεια του κύκλου ζωής, του κύκλου ζωής, κύκλο ζωής, τον κύκλο ζωής
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
limited
/ˈlɪm.ɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: περιωρισμένος;
USER: περιορισμένη, περιορισμένο, περιορισμένης, περιορισμένες, περιορισμένα, περιορισμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
link
/lɪŋk/ = NOUN: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος;
VERB: συνδώ, ενώνω;
USER: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος, σύνδεσμο, σύνδεση
GT
GD
C
H
L
M
O
linked
/ˈseks.lɪŋkt/ = VERB: συνδώ, ενώνω;
USER: συνδέεται, συνδέονται, που συνδέονται, που συνδέονται με, συνδέονται με
GT
GD
C
H
L
M
O
links
/lɪŋks/ = NOUN: έδαφος διά παιγνίδι γκολφ, πράσινη έκταση;
USER: σύνδεσμοι, συνδέσεις, συνδέσμους, links, δεσμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
linux
/ˈlaɪnəks/ = USER: linux, το Linux, του Linux
GT
GD
C
H
L
M
O
list
/lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση;
VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω;
USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας
GT
GD
C
H
L
M
O
listed
/list/ = VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω;
USER: απαριθμούνται, αναφέρονται, παρατίθενται, που αναφέρονται, περιλαμβάνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
lists
/lɪst/ = NOUN: παλαίστρα, κονίστρα, τόπος αγώνων;
USER: λίστες, καταλόγους, κατάλογοι, καταλόγων, λιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
little
/ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς;
ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος;
USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα
GT
GD
C
H
L
M
O
loading
/lōd/ = NOUN: φόρτωση;
USER: φόρτωση, loading, φόρτωσης, τη φόρτωση, φορτώσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
local
/ˈləʊ.kəl/ = ADJECTIVE: τοπικός;
USER: τοπικός, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική
GT
GD
C
H
L
M
O
location
/ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση;
USER: τοποθεσία, θέση, τοποθεσιών, τοποθεσίας, των τοποθεσιών
GT
GD
C
H
L
M
O
locations
/ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση;
USER: θέσεις, τοποθεσίες, περιοχές, σημεία
GT
GD
C
H
L
M
O
lock
/lɒk/ = NOUN: κλειδαριά, υδροφράκτης, υδροφράχτης;
VERB: κλειδώνω;
USER: κλειδαριά, κλειδώνω, κλειδώσετε, κλειδώσει, κλείδωμα
GT
GD
C
H
L
M
O
locked
/lɒk/ = VERB: κλειδώνω;
USER: κλειδωμένο, κλειδωμένη, κλειδωμένα, κλειδωθεί, κλειδωμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
locking
/lɒk/ = VERB: κλειδώνω;
USER: κλείδωμα, κλειδώματος, ασφάλισης, κλειδώνοντας, το κλείδωμα
GT
GD
C
H
L
M
O
log
/lɒɡ/ = NOUN: κούτσουρο, κορμός ξύλου, δρομόμετρο πλοίου, ημερολόγιο πλοίου;
VERB: καταγράφω, κόπτω δέντρα;
USER: συνδεθείτε, log, συνδεθούν, συνδέεστε, σύνδεση
GT
GD
C
H
L
M
O
logged
/lɒɡ/ = VERB: καταγράφω, κόπτω δέντρα;
USER: συνδεδεμένος, συνδεθεί, συνδεδεμένοι, καταγράφεται, καταγράφονται
GT
GD
C
H
L
M
O
logging
/ˈlɒɡ.ɪŋ/ = NOUN: ξύλευση, κόψιμο ξύλων διά ξυλείαν;
USER: υλοτομία, υλοτομίας, καταγραφή, καταγραφής, την καταγραφή
GT
GD
C
H
L
M
O
login
/ˈlɒɡ.ɪn/ = NOUN: σύνδεση;
USER: σύνδεση, συνδεθείτε, Είσοδος, login, συνδεθείτε για
GT
GD
C
H
L
M
O
longer
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύτερα, μακρότερος;
ADVERB: περισσότερα, μακρότερα;
USER: πλέον, περισσότερο, είναι πλέον, πια, μεγαλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
longest
/lɒŋ/ = USER: μακρύτερο, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μακρύτερη, μεγαλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
look
/lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος;
VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω;
USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
looking
/ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
loss
/lɒs/ = NOUN: απώλεια, ζημιά, χάσιμο, πτώση, χαμός, χασούρα;
USER: απώλεια, ζημιά, απώλειας, ζημία, την απώλεια
GT
GD
C
H
L
M
O
lot
/lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ;
USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή
GT
GD
C
H
L
M
O
love
/lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως;
VERB: αγαπώ, έρωμαι;
USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
lowering
/ˈlaʊə.rɪŋ/ = VERB: χαμηλώνω, υποβιβάζω, καταβιβάζω;
USER: μείωση, μειώνοντας, μείωση της, τη μείωση, μείωση των
GT
GD
C
H
L
M
O
made
/meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος;
USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
mailer
/ˈmeɪlər/ = USER: mailer, Μέιλερ, πρόγραμμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, ταχυδρομικού περιτυλίγματος, ταχυδρομικό περιτύλιγμα
GT
GD
C
H
L
M
O
maintain
/meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι;
USER: διατηρούν, διατηρηθεί, διατήρηση, διατηρήσει, διατηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
maintained
/mānˈtān/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι;
USER: διατηρηθεί, διατηρείται, διατηρηθούν, διατηρούνται, διατήρησε
GT
GD
C
H
L
M
O
maintaining
/meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι;
USER: διατηρώντας, διατήρηση, διατήρηση της, τη διατήρηση, η διατήρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
maintenance
/ˈmeɪn.tɪ.nəns/ = NOUN: συντήρηση, διατήρηση, τήρηση, υποστήριξη;
USER: συντήρηση, διατήρηση, συντήρησης, τη συντήρηση, διατροφής
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
makes
/meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή;
VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά
GT
GD
C
H
L
M
O
making
/ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση;
USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
man
/mæn/ = NOUN: άνθρωπος, άνδρας, ανήρ;
VERB: επανδρώνω, εφοδιάζω με άνδρες, επανδρώ;
USER: άνθρωπος, άνδρας, άνθρωπο, άνδρα, ανθρώπου, ανθρώπου
GT
GD
C
H
L
M
O
manage
/ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: διαχείριση, διαχειρίζονται, διαχειριστείτε, τη διαχείριση, διαχειρίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
managed
/ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: Διαχείριση, διαχειρίζεται, Διαχείριση δικαιωμάτων, κατάφερε, δικαιωμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
management
/ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο;
USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
manager
/ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής;
USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ
GT
GD
C
H
L
M
O
manipulate
/məˈnipyəˌlāt/ = VERB: χειρίζομαι, παραποιώ, μανουβράρω;
USER: χειραγωγήσουν, χειριστούν, χειριστείτε, χειριστεί, χειρισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
manual
/ˈmæn.ju.əl/ = NOUN: εγχειρίδιο;
ADJECTIVE: χειρωνακτικός, των χειρών, χειροποίητος;
USER: εγχειρίδιο, χρήσης, οδηγίες, χειροκίνητα, εγχειριδίου
GT
GD
C
H
L
M
O
manually
/ˈmæn.ju.ə.li/ = USER: το χέρι, χειροκίνητα, χέρι, αυτόματο τρόπο, αυτόματα
GT
GD
C
H
L
M
O
manufacturing
/ˌmanyəˈfakCHər/ = NOUN: βιομηχανοποίηση;
USER: παραγωγής, κατασκευή, κατασκευής, παρασκευής, την κατασκευή
GT
GD
C
H
L
M
O
many
/ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί;
USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
map
/mæp/ = NOUN: χάρτης, γεωγραφικός χάρτης;
VERB: σχεδιάζω, καθορίζω;
USER: χάρτης, χάρτη, map, map χάρτης, χάρτη Το
GT
GD
C
H
L
M
O
market
/ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά;
VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά;
USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
marketing
/ˈmɑː.kɪ.tɪŋ/ = NOUN: εμπορία, προώθηση αγαθών;
USER: εμπορία, μάρκετινγκ, εμπορίας, κυκλοφορίας, την εμπορία
GT
GD
C
H
L
M
O
marking
/ˈmɑː.kɪŋ/ = NOUN: βαθμολόγηση, βαθμολογία;
USER: βαθμολόγηση, σήμανση, σήμανσης, τη σήμανση, επισήμανση
GT
GD
C
H
L
M
O
married
/ˈmær.id/ = ADJECTIVE: παντρεμένος, έγγαμος, συζυγικός;
USER: παντρεμένος, έγγαμος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι
GT
GD
C
H
L
M
O
master
/ˈmɑː.stər/ = NOUN: κύριος, δάσκαλος, άρχοντας, διδάσκαλος, αυθέντης;
VERB: κατέχω, υπερνικώ, γίνομαι κάτοχος;
USER: κύριος, δάσκαλος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, πλοιάρχου
GT
GD
C
H
L
M
O
masturbator
/ˈmæs.tə.beɪt/ = NOUN: μαλάκας;
USER: μαλάκας, αυνανιστήρι,
GT
GD
C
H
L
M
O
match
/mætʃ/ = NOUN: αγώνας, ματς, σπίρτο, ταίρι, πάλη, πυρείο, ισόπαλος, γάμος, συνοικέσιο;
VERB: ταιριάζω, νυμφεύω, αντιπαραβάλω, αντιπαραβάλομαι;
USER: αγώνας, ματς, ταιριάζει, ταιριάζουν, αντιστοιχούν
GT
GD
C
H
L
M
O
matching
/ˈmætʃ.ɪŋ/ = VERB: ταιριάζω, νυμφεύω, αντιπαραβάλω, αντιπαραβάλομαι;
USER: ταιριάζουν, αντιστοίχιση, αντιστοιχία, ταίριασμα, που ταιριάζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
material
/məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί;
ADJECTIVE: ουσιώδης, υλικός, σημαντικός;
USER: υλικό, ύλη, υλικού, υλικών, υλικά
GT
GD
C
H
L
M
O
materials
/məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί;
USER: υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών
GT
GD
C
H
L
M
O
matting
/ˈmæt.ɪŋ/ = NOUN: ψάθα, ψάθα πατώματος;
USER: ψάθα, χαλάκια, ψάθες, matting, στερεώσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
maximized
/ˈmæk.sɪ.maɪz/ = VERB: αυξάνω στον ανώτατο βαθμό;
USER: μεγιστοποιείται, μεγιστοποίηση, μεγιστοποιηθεί, μεγιστοποιούνται, μεγιστοποίηση της
GT
GD
C
H
L
M
O
maximum
/ˈmæk.sɪ.məm/ = NOUN: ανώτατο όριο, μέγιστο όριο, ανώτατος όρος;
ADJECTIVE: ανώτατος;
USER: ανώτατο όριο, μέγιστο όριο, μέγιστη, μέγιστο, μέγιστης
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
me
/miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ;
USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα
GT
GD
C
H
L
M
O
means
/miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο;
USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
meant
/mēn/ = VERB: εννοώ, σημαίνω, σκοπεύω;
USER: σήμαινε, εννοείται, σημαίνει, γραφτό, νοείται, νοείται
GT
GD
C
H
L
M
O
measure
/ˈmeʒ.ər/ = NOUN: μέτρο, μέτρα, σταθμά;
VERB: μετρώ, καταμετρώ;
USER: μέτρο, μέτρα, μέτρηση, τη μέτρηση, μετρηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
mechanism
/ˈmek.ə.nɪ.zəm/ = NOUN: μηχανισμός;
USER: μηχανισμός, μηχανισμό, μηχανισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
meet
/miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι;
ADJECTIVE: αρμόδιος;
USER: πληρούν, ανταποκρίνονται, κάλυψη, πληροί, ανταποκριθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
memo
/ˈmem.əʊ/ = NOUN: σημείωμα, υπόμνημα;
USER: σημείωμα, υπόμνημα, memo, υπομνήματος, σημειώματος
GT
GD
C
H
L
M
O
merged
/mɜːdʒ/ = VERB: συγχωνεύω, ενώνομαι, ενώνω, συνενώνω, καταδύω, καταδύομαι, συγχωνεύομαι;
USER: συγχωνεύθηκαν, συγχωνεύονται, συγχωνευθεί, συγχωνεύθηκε, συγχωνευθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
messages
/ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία;
USER: μηνύματα, μηνυμάτων, τα μηνύματα, μηνύματα που, μηνύματά
GT
GD
C
H
L
M
O
method
/ˈmeθ.əd/ = NOUN: μέθοδος, μεθοδικότητα;
USER: μέθοδος, μέθοδο, μεθόδου, τη μέθοδο, η μέθοδος, η μέθοδος
GT
GD
C
H
L
M
O
methods
/ˈmeθ.əd/ = NOUN: μέθοδος, μεθοδικότητα;
USER: μεθόδους, μέθοδοι, μεθόδων, τις μεθόδους, μεθόδους που
GT
GD
C
H
L
M
O
might
/maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης;
USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να
GT
GD
C
H
L
M
O
miniature
/ˈmɪn.ɪ.tʃər/ = VERB: σμίγω, ανακατώνομαι, αναμιγνύομαι, αναμιγνύω, ανακατώνω;
USER: μινιατούρα, μικρογραφία, μίνι, μικροσκοπικό, μικροσκοπικά
GT
GD
C
H
L
M
O
minimized
/ˈmɪn.ɪ.maɪz/ = VERB: σμικροποιώ, υποτιμώ, περιορίζω, μειώνω στο ελάχιστο, ελαττώνω;
USER: ελαχιστοποιείται, ελαχιστοποιούνται, ελαχιστοποιηθεί, ελαχιστοποιηθούν, ελαχιστοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
minimizes
/ˈmɪn.ɪ.maɪz/ = VERB: σμικροποιώ, υποτιμώ, περιορίζω, μειώνω στο ελάχιστο, ελαττώνω;
USER: ελαχιστοποιεί, ελαχιστοποιεί την, ελαχιστοποιεί το, ελαχιστοποιεί τις, να ελαχιστοποιεί
GT
GD
C
H
L
M
O
minimum
/ˈmɪn.ɪ.məm/ = NOUN: ελάχιστο, ελάχιστο όριο, ελάχιστος βαθμός;
ADJECTIVE: ελάχιστος, κατώτατος;
USER: ελάχιστο, ελάχιστος, ελάχιστο όριο, ελάχιστη, ελάχιστες
GT
GD
C
H
L
M
O
mission
/ˈmɪʃ.ən/ = NOUN: αποστολή, ιεραποστολή, καθήκο;
USER: αποστολή, αποστολής, την αποστολή, της αποστολής, Η αποστολή
GT
GD
C
H
L
M
O
misusing
/misˈyo͞oz,ˈmisˌyo͞oz/ = VERB: κακομεταχειρίζομαι;
USER: κατάχρηση, κατάχρησης, κάνουν κατάχρηση, κακή χρήση, καταχρώνται"
GT
GD
C
H
L
M
O
mobile
/ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος;
USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών
GT
GD
C
H
L
M
O
mode
/məʊd/ = NOUN: τρόπος, μόδα, συρμός;
USER: τρόπος, λειτουργία, τρόπο, κατάσταση, λειτουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
model
/ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα;
ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος;
VERB: προπλάττω;
USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο
GT
GD
C
H
L
M
O
module
/ˈmɒd.juːl/ = NOUN: μονάδα μέτρησης;
USER: μονάδα, ενότητα, ενότητας, μονάδας, λειτουργική μονάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
modules
/ˈmɒd.juːl/ = NOUN: μονάδα μέτρησης;
USER: modules, ενότητες, ενοτήτων, μονάδες, μονάδων
GT
GD
C
H
L
M
O
monitor
/ˈmɒn.ɪ.tər/ = NOUN: μηνυτής, προειδοποιητής, ελεγκτής εκπομπών, πρωτόσχολος, επιμελητής τάξης;
USER: παρακολουθεί, παρακολούθηση, παρακολουθούν, την παρακολούθηση, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
monitoring
/ˈmɒn.ɪ.tər/ = USER: παρακολούθηση, παρακολούθησης, την παρακολούθηση, παρακολούθηση της, ελέγχου
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
move
/muːv/ = NOUN: κίνηση;
VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ;
USER: κίνηση, μετακινήσετε, κινηθεί, προχωρήσουμε, κινούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
moved
/muːvd/ = VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ;
USER: μετακινηθεί, μετακινήθηκε, μετακόμισε, μεταφέρθηκε, κινήθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
mrp
= USER: mrp, mrp ΤΥΠΟΣ, σιφ, το MRP, αμοιβαίας αναγνώρισης
GT
GD
C
H
L
M
O
much
/mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ;
ADJECTIVE: πολύς;
USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
multiple
/ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος;
NOUN: πολλαπλάσιο;
USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά
GT
GD
C
H
L
M
O
music
/ˈmjuː.zɪk/ = NOUN: μουσική;
USER: μουσική, μουσικής, τη μουσική, μουσικά, μουσικού
GT
GD
C
H
L
M
O
must
/mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος;
USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών
GT
GD
C
H
L
M
O
name
/neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη;
VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα
GT
GD
C
H
L
M
O
naming
/neɪm/ = VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: ονοματοδοσία, ονομασία, ονομάζοντας, ονοματοδοσίας, την ονοματοδοσία
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
needing
/niːd/ = VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: χρειάζονται, χρειάζεται, που χρειάζονται, ανάγκη, που χρειάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
needs
/nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά;
USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των
GT
GD
C
H
L
M
O
network
/ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό;
USER: δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
news
/njuːz/ = NOUN: νέα, ειδήσεις, νέο, χαμπάρι;
USER: ειδήσεις, νέα, News, ειδήσεων, είδηση
GT
GD
C
H
L
M
O
next
/nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος;
PREPOSITION: έπειτα;
USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
night
/naɪt/ = NOUN: νύχτα, βράδυ, νύκτα, νυξ, βράδιά;
USER: νύχτα, βράδυ, νύκτα, διανυκτέρευση, βραδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
non
/nɒn-/ = USER: non, non, non;
USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
number
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά
GT
GD
C
H
L
M
O
numbers
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, τους αριθμούς, οι αριθμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
numeric
/njuːˈmerɪk/ = ADJECTIVE: αριθμητικός;
USER: αριθμητικός, αριθμητικό, αριθμητική, αριθμητικά, αριθμητικές
GT
GD
C
H
L
M
O
object
/ˈɒb.dʒɪkt/ = NOUN: αντικείμενο, σκοπός, πράγμα;
VERB: αντιλέγω;
USER: αντικείμενο, σκοπός, αντικειμένου, αντικείμενο της, αντικειμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
objects
/ˈɒb.dʒɪkt/ = NOUN: αντικείμενο, σκοπός, πράγμα;
VERB: αντιλέγω;
USER: αντικείμενα, αντικειμένων, τα αντικείμενα, αντικείμενα που
GT
GD
C
H
L
M
O
occur
/əˈkɜːr/ = VERB: απαντώ, συμβαάνω, επέρχομαι;
USER: συμβούν, εμφανιστούν, συμβεί, συμβαίνουν, εμφανίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
occurred
/əˈkɜːr/ = VERB: απαντώ, συμβαάνω, επέρχομαι;
USER: συνέβη, συνέβησαν, σημειώθηκε, σημειώθηκαν, εμφανίστηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
offer
/ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση;
VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω;
USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
offers
/ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση;
USER: προσφέρει, προσφορές, διαθέτει, παρέχει, τις προσφορές
GT
GD
C
H
L
M
O
often
/ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις;
USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
once
/wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε;
USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
ongoing
/process/ = USER: συνεχιζόμενες, εξελίξει, συνεχιζόμενη, εξέλιξη, συνεχή
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
opened
/ˈəʊ.pən/ = VERB: otevřít, otevřít se, odemknout, začít, odkrýt, sdělit;
USER: άνοιξε, ανοιχθεί, ανοίξει, άνοιξαν, ανοίγει, ανοίγει
GT
GD
C
H
L
M
O
opening
/ˈəʊ.pən.ɪŋ/ = NOUN: άνοιγμα, εγκαίνια, ξάνοιγμα;
USER: άνοιγμα, το άνοιγμα, ανοίγματος, άνοιγμα των, ανοίγοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
operating
= ADJECTIVE: λειτουργικός;
USER: λειτουργίας, που λειτουργούν, λειτουργούν, λειτουργεί, δραστηριοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
operations
/ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση;
USER: πράξεις, επιχειρήσεις, εργασίες, λειτουργίες, ενέργειες
GT
GD
C
H
L
M
O
opportunities
= NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα;
USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για
GT
GD
C
H
L
M
O
opposed
/əˈpəʊzd/ = ADJECTIVE: αντίθετος;
USER: αντίθετος, αντίθεση, σε αντίθεση, αντίθεση με, έναντι
GT
GD
C
H
L
M
O
optimize
/ˈɒp.tɪ.maɪz/ = VERB: βελτιστοποιώ;
USER: βελτιστοποίηση, βελτιστοποίηση της, τη βελτιστοποίηση, βελτιστοποιήσουν, βελτιστοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
optimized
/ˈɒp.tɪ.maɪz/ = VERB: βελτιστοποιώ;
USER: βελτιστοποιημένη, βελτιστοποιηθεί, βελτιστοποιημένες, βελτιστοποιείται, βελτιστοποιημένο
GT
GD
C
H
L
M
O
option
/ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας;
USER: επιλογή, δυνατότητα, επιλογής, λύση, επιλογή για
GT
GD
C
H
L
M
O
optional
/ˈɒp.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: προαιρετικός;
USER: προαιρετικός, προαιρετικό, προαιρετική, προαιρετικά, προαιρετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
options
/ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας;
USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
order
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
orders
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελίες, παραγγελιών, εντολές, εντολών, διαταγές
GT
GD
C
H
L
M
O
organization
/ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο;
USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
organizational
/ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = ADJECTIVE: οργανωτικός;
USER: οργανωτικός, οργανωτική, οργανωτικές, οργανωτικής, οργανωτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
original
/əˈrɪdʒ.ɪ.nəl/ = NOUN: πρωτότυπο;
ADJECTIVE: αρχικός, πρωτότυπος, αρχέτυπος, ιδιόμορφος;
USER: πρωτότυπο, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
outcomes
/ˈaʊt.kʌm/ = NOUN: αποτέλεσμα, έκβαση, εξαγόμενο;
USER: αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, τα αποτελέσματα, εκβάσεις, των αποτελεσμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
outgoing
/ˌaʊtˈɡəʊ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: εξερχόμενος;
NOUN: αναχώρηση, έξοδο;
USER: εξερχόμενος, αναχώρηση, εξερχόμενες, εξερχόμενων, εξερχόμενη
GT
GD
C
H
L
M
O
output
/ˈaʊt.pʊt/ = NOUN: παραγωγή, απόδοση, προϊόν;
USER: παραγωγή, απόδοση, προϊόν, εξόδου, παραγωγής
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
overall
/ˌəʊ.vəˈrɔːl/ = ADJECTIVE: ολικός;
ADVERB: ολοσχερώς, πέρα πέρα;
USER: συνολική, συνολικά, συνολικό, συνολικής, γενική
GT
GD
C
H
L
M
O
overview
/ˈəʊ.və.vjuː/ = USER: Επισκόπηση, Γενικά, σας Γενικά, γενικές πληροφορίες, ανασκόπηση
GT
GD
C
H
L
M
O
owner
/ˈəʊ.nər/ = NOUN: ιδιοκτήτης, κτήτορας;
USER: ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτη, κάτοχος, τον ιδιοκτήτη, κατόχου
GT
GD
C
H
L
M
O
ownership
/ˈəʊ.nə.ʃɪp/ = NOUN: ιδιοκτησία, κυριότητα, κυριότης;
USER: κυριότητα, ιδιοκτησία, ιδιοκτησίας, κυριότητας, κατοχή
GT
GD
C
H
L
M
O
package
/ˈpæk.ɪdʒ/ = NOUN: συσκευασία, πακέτο, δέμα, πακετάρισμα;
VERB: πακετάρω;
USER: πακέτο, συσκευασία, πακέτου, δέσμη, συσκευασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
papers
/ˈpeɪ.pər/ = NOUN: χαρτιά;
USER: χαρτιά, έγγραφα, εγγράφων, εργασίες, τα έγγραφα
GT
GD
C
H
L
M
O
parameters
/pəˈræm.ɪ.tər/ = USER: παραμέτρους, παραμέτρων, παράμετροι, τις παραμέτρους, παραμέτρους που
GT
GD
C
H
L
M
O
partner
/ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής;
USER: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, εταίρους, εταίρο
GT
GD
C
H
L
M
O
partners
/ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής;
USER: εταίρων, εταίρους, συνεργάτες, εταίροι, τους εταίρους
GT
GD
C
H
L
M
O
party
/ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς;
USER: κόμμα, πάρτι, πάρτυ, κόμματος, διάδικος
GT
GD
C
H
L
M
O
passed
/pɑːs/ = VERB: περνώ, διαβαίνω, υπερβαίνω, επιψηφίζω;
USER: πέρασε, περάσει, πέρασαν, διέρχεται, ψηφίστηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
password
/ˈpɑːs.wɜːd/ = NOUN: σύνθημα, παρασύνθημα, κώδικας πρόσβασης;
USER: κωδικού πρόσβασης, κωδικού, τον κωδικό, κωδικό, κωδικός
GT
GD
C
H
L
M
O
paste
/peɪst/ = NOUN: πάστα, ζύμη, κόλλα, ζυμαρικό, φύραμα;
VERB: κολλώ;
USER: πάστα, κόλλα, επικολλήστε, επικολλήσετε, επικόλληση
GT
GD
C
H
L
M
O
patch
/pætʃ/ = NOUN: κηλίδα, τεμάχιο γης, μπάλλωμα;
VERB: μπαλλώνω;
USER: κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, μπάλωμα, εμπλάστρου
GT
GD
C
H
L
M
O
payment
/ˈpeɪ.mənt/ = NOUN: πληρωμή, απόσβεση;
USER: πληρωμή, πληρωμής, πληρωμών, καταβολή, καταβολής
GT
GD
C
H
L
M
O
peace
/piːs/ = NOUN: ειρήνη, ομόνοια;
USER: ειρήνη, ειρήνης, την ειρήνη, της ειρήνης, ειρηνευτική
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
per
/pɜːr/ = PREPOSITION: ανά, κατά, διά;
USER: ανά, κατά, ζώνης, κάθε, ανα
GT
GD
C
H
L
M
O
percentage
/pəˈsen.tɪdʒ/ = NOUN: ποσοστό, εκατοστιαία αναλογία, αναλογία τις εκατόν;
USER: ποσοστό, μονάδες, ποσοστιαίες, ποσοστού, ποσοστιαία
GT
GD
C
H
L
M
O
perform
/pəˈfɔːm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω;
USER: εκτελέσει, εκτελούν, εκτέλεση, εκτελεί, εκτελέσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
performance
/pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση;
USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
performed
/pəˈfɔːm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω;
USER: εκτελείται, εκτελούνται, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, πραγματοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
period
/ˈpɪə.ri.əd/ = NOUN: περίοδος, διάρκεια;
USER: περίοδος, διάρκεια, περίοδο, περιόδου, διάστημα, διάστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
pervasive
/pəˈveɪ.sɪv/ = ADJECTIVE: διαχυτικός, διαβρωτικός, διαπεραστικός;
USER: διάχυτη, διάχυτες, διαδεδομένο, κυρίαρχο, διαδεδομένη
GT
GD
C
H
L
M
O
phases
/feɪz/ = NOUN: φάση, φάσις;
USER: φάσεις, φάσεων, στάδια, τις φάσεις, φάση
GT
GD
C
H
L
M
O
phone
/fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο;
VERB: τηλεφωνώ;
USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλέφωνό, κινητό, τηλεφωνίας, τηλεφωνίας
GT
GD
C
H
L
M
O
phones
/fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο;
VERB: τηλεφωνώ;
USER: τηλέφωνα, κινητά τηλέφωνα, τα τηλέφωνα, τηλεφώνων, κινητά
GT
GD
C
H
L
M
O
pin
/pɪn/ = NOUN: καρφίτσα, καρφάκι, καρφίο;
VERB: καρφώνω, καρφιτσώνω;
USER: pin, καρφίτσα, αντιληπτά, καρφιτσώσετε, γίνουν αντιληπτά
GT
GD
C
H
L
M
O
place
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
places
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέσεις, χώρους, μέρη, σημεία, τόπους
GT
GD
C
H
L
M
O
plan
/plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδίου, πρόγραμμα, προγράμματος, το σχέδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
planning
/ˈplæn.ɪŋ/ = NOUN: σχεδίαση, σχεδίασμα;
USER: σχεδιασμό, προγραμματισμό, τον προγραμματισμό, σχεδιασμού, σχεδιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
platform
/ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα;
USER: πλατφόρμα, εξέδρα, πλατφόρμας, πλατφόρμα για, την πλατφόρμα
GT
GD
C
H
L
M
O
platforms
/ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα;
USER: πλατφόρμες, πλατφορμών, εξέδρες, πλατφόρμα, πλατφόρμων
GT
GD
C
H
L
M
O
plugin
/ˈplʌgɪn/ = USER: plugin, πρόγραμμα, πρόσθετο, το plugin, plugin για
GT
GD
C
H
L
M
O
point
/pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο;
USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου
GT
GD
C
H
L
M
O
police
/pəˈliːs/ = NOUN: αστυνομία;
USER: αστυνομία, αστυνομίας, της αστυνομίας, αστυνομικής, αστυνομική
GT
GD
C
H
L
M
O
port
/pɔːt/ = NOUN: λιμάνι, λιμήν, φιλιστρίνι, αριστερή πλευρά πλοίου, συμπεριφορά;
VERB: μπουκάρω;
USER: λιμάνι, λιμένα, θύρα, το λιμάνι, λιμενικών
GT
GD
C
H
L
M
O
positions
/pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία;
USER: θέσεις, θέσεων, τις θέσεις, θέσεις που, θέση
GT
GD
C
H
L
M
O
possible
/ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός;
USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν
GT
GD
C
H
L
M
O
post
/pəʊst/ = NOUN: θέση, ταχυδρομείο, στύλος, σταθμός, κολόνα, πόστο;
VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ;
USER: θέση, καταχωρήσετε, δημοσιεύσετε, μετά, δημοσίευση
GT
GD
C
H
L
M
O
posting
/ˈpəʊ.stɪŋ/ = VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ;
USER: απόσπαση, απόσπασης, ανάρτηση, την απόσπαση, σημειώνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
postings
/ˈpəʊ.stɪŋ/ = USER: αποσπάσεις, δημοσιεύσεις, τοποθετήσεων, αποσπάσεων, απόσπαση
GT
GD
C
H
L
M
O
potential
/pəˈten.ʃəl/ = ADJECTIVE: δυνητικός, ενδεχόμενος;
USER: δυνητικός, δυναμικό, δυνατότητες, δυναμικού, δυνατότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
power
/paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια;
USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος
GT
GD
C
H
L
M
O
powerful
/ˈpaʊə.fəl/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός;
USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά
GT
GD
C
H
L
M
O
predefined
/ˌprēdiˈfīnd/ = ADJECTIVE: προκαθορισμένος;
USER: προκαθορισμένος, προκαθορισμένες, προκαθορισμένο, προκαθορισμένη, προκαθορισμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
predictive
/prɪˈdɪk.tɪv/ = ADJECTIVE: προφητικός;
USER: προγνωστική, πρόβλεψης, προβλεπτική, έξυπνη, έξυπνης
GT
GD
C
H
L
M
O
preferred
/prɪˈfɜːd/ = ADJECTIVE: προνομιούχος;
USER: προτιμώμενη, προτιμητέα, προτιμώμενες, προτιμάται, προτιμώμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
premise
/ˈprem.ɪs/ = NOUN: προϋπόθεση, υπόθεση, πρόταση, πρόλογος;
VERB: προβάλλω ως υπόθεση, προβάλλω ως εξήγηση, προϋποθέτω;
USER: προϋπόθεση, υπόθεση, παραδοχή, αρχή, σκεπτικό
GT
GD
C
H
L
M
O
premises
/ˈprem.ɪ.sɪz/ = NOUN: κτίριο, κατάστημα, κτήμα, οικοδομή;
USER: κτίριο, εγκαταστάσεις, χώρους, χώρων, εγκαταστάσεων, εγκαταστάσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
presents
/ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν έγγραφο;
USER: δώρα, παρουσιάζει, τα δώρα, δώρα από, της δώρα
GT
GD
C
H
L
M
O
pressing
/ˈpres.ɪŋ/ = ADJECTIVE: πιεστικός, φορτικός;
NOUN: επείγων, αντίτυπο δίσκου;
USER: πιέζοντας, πατώντας, πάτημα, συμπίεση, το πάτημα
GT
GD
C
H
L
M
O
prevents
/prɪˈvent/ = VERB: εμποδίζω, προλαμβάνω, προλαβαίνω;
USER: αποτρέπει, προλαμβάνει, αποτρέπει την, εμποδίζει, εμποδίζει την
GT
GD
C
H
L
M
O
previewed
/ˈpriː.vjuː/ = USER: προεπισκόπηση, προεπισκόπηση του, προεπισκόπησης, προεπισκόπησή, προεπισκόπηση της
GT
GD
C
H
L
M
O
previous
/ˈpriː.vi.əs/ = ADJECTIVE: προηγούμενος, προγενέστερος, πρότερος, βιαστικός;
USER: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενα, προηγούμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
price
/praɪs/ = NOUN: τιμή, τίμημα, αντίτιμο;
VERB: τιμώ, διατιμώ;
USER: τιμή, τιμών, τιμής, τιμές, των τιμών
GT
GD
C
H
L
M
O
priceless
/ˈpraɪs.ləs/ = ADJECTIVE: ανεκτίμητος, αδιατίμητος;
USER: ανεκτίμητος, ανεκτίμητη, ανεκτίμητο, ανεκτίμητα, ανεκτίμητης αξίας
GT
GD
C
H
L
M
O
prices
/praɪs/ = NOUN: τιμή, τίμημα, αντίτιμο;
VERB: τιμώ, διατιμώ;
USER: τιμές, οι τιμές, τιμών, τις τιμές, των τιμών
GT
GD
C
H
L
M
O
principled
/ˈprinsəpəld/ = USER: σε αρχές, βασισμένη σε αρχές, με αρχές, ηθικές αρχές, ηθικός
GT
GD
C
H
L
M
O
principles
/ˈprɪn.sɪ.pl̩/ = NOUN: αρχή, αξίωμα, στοιχείο;
USER: αρχές, αρχών, τις αρχές, αρχές της, αρχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
print
/prɪnt/ = VERB: τυπώνω, εκτυπώ, αποτυπώ, αποτυπώνω;
NOUN: στάμπα, αποτύπωμα, κόπια, τύπος;
USER: εκτύπωση, εκτυπώσετε, εκτυπώστε, εκτύπωσης, εκτυπώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
printed
/ˈprɪn.tɪd/ = ADJECTIVE: έντυπος;
USER: τυπωμένο, εκτύπωση, τυπωμένα, εκτυπώνονται, εκτυπωθεί, εκτυπωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
prior
/praɪər/ = ADVERB: πριν;
ADJECTIVE: προγενέστερος, πρότερος;
NOUN: ηγούμενος;
USER: πριν, πριν από, προηγούμενη, προηγούμενης, προ, προ
GT
GD
C
H
L
M
O
procedure
/prəˈsiː.dʒər/ = NOUN: διαδικασία, πορεία, τρόπος ενέργειας, διάβημα;
USER: διαδικασία, διαδικασίας, διαδικασία που, διαδικασία του, τη διαδικασία
GT
GD
C
H
L
M
O
process
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία
GT
GD
C
H
L
M
O
processes
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους
GT
GD
C
H
L
M
O
processing
/ˈprəʊ.ses/ = VERB: κατεργάζομαι;
USER: μεταποίηση, επεξεργασία, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία
GT
GD
C
H
L
M
O
product
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα
GT
GD
C
H
L
M
O
production
/prəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, προϊόν, απόδοση, παράσταση, προσαγωγή, παρουσίαση;
USER: παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, παραγωγική
GT
GD
C
H
L
M
O
products
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που
GT
GD
C
H
L
M
O
profit
/ˈprɒf.ɪt/ = NOUN: κέρδος, όφελος, ωφέλεια, απολαβή;
VERB: κερδίζω, ωφελούμαι, ωφελώ;
USER: κέρδος, κέρδους, κέρδη, κερδών, τα κέρδη
GT
GD
C
H
L
M
O
project
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου
GT
GD
C
H
L
M
O
projects
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων
GT
GD
C
H
L
M
O
promote
/prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω;
USER: την προώθηση της, προώθηση της, προώθηση, την προώθηση, προωθήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
promotes
/prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω;
USER: προωθεί, προάγει, προωθεί την, προάγει την, προωθεί τη
GT
GD
C
H
L
M
O
promoting
/prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω;
USER: την προώθηση της, προώθηση της, προωθώντας, προώθηση, την προώθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
properties
/ˈprɒp.ə.ti/ = NOUN: σκηνικά θέατρου;
USER: ιδιότητες, ακίνητα, ιδιοτήτων, τις ιδιότητες, ακίνητα που
GT
GD
C
H
L
M
O
protects
/prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω;
USER: προστατεύει, προστατεύει τα, προστατεύει το, προστατεύει την, προστασία
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
provided
/prəˈvīd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχεται, παρέχονται, που, προβλέπεται, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
provides
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
providing
/prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
purchase
/ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: αγορά, στήριγμα, παλάγκο;
VERB: αγοράζω, ψωνίζω;
USER: αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράζουν, την αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
purchases
/ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: ψώνια;
USER: αγορές, αγορά, αγορών, τις αγορές, αγοράζει
GT
GD
C
H
L
M
O
purchasing
/ˈpərCHəs/ = ADJECTIVE: αγοραστικός;
USER: αγορά, την αγορά, αγοραστικής, αγοράζουν, αγοραστική
GT
GD
C
H
L
M
O
purposes
/ˈpɜː.pəs/ = NOUN: σκοπός, πρόθεση, προορισμός;
VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι;
USER: σκοπούς, τους σκοπούς, λόγους, σκοπό
GT
GD
C
H
L
M
O
quantities
/ˈkwɒn.tɪ.ti/ = NOUN: ποσότητα, ποσότης, ποσό;
USER: ποσοτήτων, ποσότητες, οι ποσότητες, τις ποσότητες, ποσότητες που
GT
GD
C
H
L
M
O
quantity
/ˈkwɒn.tɪ.ti/ = NOUN: ποσότητα, ποσότης, ποσό;
USER: ποσότητα, ποσότητας, ποσότητα που, ποσότητες, ποσοτήτων
GT
GD
C
H
L
M
O
quotations
/kwəʊˈteɪ.ʃən/ = NOUN: προσφορά, απόσπασμα, τιμή, παραπομπή, προσφορά τιμής, εδάφιο;
USER: τιμές, προσφορές, τιμών, αποσπάσματα, οι τιμές
GT
GD
C
H
L
M
O
race
/reɪs/ = NOUN: φυλή, αγώνας, γένος, ράτσα, αγώνας δρόμου, δρόμος, έθνος, γενεά, αγών δρόμου, σόι;
VERB: τρέχω, παρατρέχω;
USER: φυλή, αγώνας, γένος, αγώνα, φυλής
GT
GD
C
H
L
M
O
ran
/ræn/ = VERB: τρέχω, ρέω;
USER: έτρεξε, έτρεξαν, επιχείρησε, επιχείρησε να, έκανε
GT
GD
C
H
L
M
O
range
/reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα;
VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές;
USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος
GT
GD
C
H
L
M
O
re
/riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του;
NOUN: ρε;
USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
reach
/riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση;
VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι;
USER: φθάσουν, φτάσουν, φτάσετε, φτάσει, φθάσει, φθάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
real
/rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
NOUN: έμπρακτα, ρεάλι;
USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
reason
/ˈriː.zən/ = NOUN: λόγος, αιτία, λογικό, φρένα;
VERB: συζητώ, λογικεύομαι, κρίνω;
USER: λόγος, αιτία, λόγο, λόγω, λόγος για, λόγος για
GT
GD
C
H
L
M
O
receivable
/rɪˈsiːvəbl/ = ADJECTIVE: εισπρακτέος, αποδεκτός, δεκτός;
USER: εισπρακτέος, εισπρακτέα, εισπρακτέοι, εισπρακτέων, απαιτήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
receive
/rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: λαμβάνω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, λάβουν
GT
GD
C
H
L
M
O
recognition
/ˌrek.əɡˈnɪʃ.ən/ = NOUN: αναγνώριση,, αναγνώρισης, αναγνωρίσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
recognized
/ˈrek.əɡ.naɪzd/ = ADJECTIVE: αναγνωρισμένος;
USER: αναγνωρισμένος, αναγνωρίζονται, αναγνωρίζεται, αναγνωριστεί, αναγνώρισε
GT
GD
C
H
L
M
O
reconciliation
/ˌrek.ənˌsɪl.iˈeɪ.ʃən/ = NOUN: συμφιλίωση, συμβιβασμός, συνδιαλλαγή;
USER: συμφιλίωση, συμφιλίωσης, τη συμφιλίωση, της συμφιλίωσης, συμφωνία
GT
GD
C
H
L
M
O
reconfiguration
= USER: ανα'ιαμόρφωση, ανα'ιάταξη, ανα'ιάρθρωση, επανα'ιαμόρφωση, ανα'ιαμόρφωσης,
GT
GD
C
H
L
M
O
record
/rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου;
VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω;
USER: ρεκόρ, μητρώο, καταγραφή, ιστορικό, πρακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
records
/rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου;
VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω;
USER: αρχεία, εγγραφές, αρχείων, εγγραφών, μητρώα
GT
GD
C
H
L
M
O
reduced
/riˈd(y)o͞os/ = ADJECTIVE: μειωμένος;
USER: μειωμένος, μειωθεί, μειώνεται, μειώθηκε, μειωμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
reference
/ˈref.ər.əns/ = NOUN: αναφορά, παραπομπή, μνεία, σχέση, σύσταση, πληροφορία;
USER: αναφορά, παραπομπή, μνεία, αναφοράς, αναφοράς που, αναφοράς που
GT
GD
C
H
L
M
O
reflected
/riˈflekt/ = VERB: συλλογίζομαι, αντανακλώ, κατοπτρίζω, ανακάμπτω, αντικαθρεφτίζω;
USER: αντανακλάται, αντικατοπτρίζεται, αντικατοπτρίζονται, αντανακλώνται, αντανακλούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
regular
/ˈreɡ.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: τακτικός, κανονικός, μόνιμος, ομαλός, ανελλιπής, συμμετρικός;
USER: τακτικός, κανονικός, τακτική, τακτικές, τακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
related
/rɪˈleɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: συγγενεύων;
USER: που σχετίζονται, σχετίζονται, σχετίζεται, αφορούν, συνδέονται
GT
GD
C
H
L
M
O
relating
/rɪˈleɪt/ = VERB: αναφέρω, σχετίζομαι, σχετίζω, αναφέρομαι, διηγούμαι, ιστορώ, συγγενεύω, αντιστορώ;
USER: σχετικά, σχετικά με, αφορούν, που αφορούν, σχετίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
relation
/rɪˈleɪ.ʃən/ = NOUN: σχέση, αναφορά, συγγένεια, αφήγηση, διήγηση;
USER: σχέση, αφορά, σχέση με, σχετικά, όσον αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
relationship
/rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια;
USER: σχέση, σχέσης, σχέσεις, σχέσεων, τη σχέση
GT
GD
C
H
L
M
O
relatively
/ˈrel.ə.tɪv.li/ = USER: σχετικά, σχετικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
release
/rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση;
VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι;
USER: απελευθέρωση, αφήστε, απελευθερώνουν, απελευθερώσουν, απελευθερώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
releases
/rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση;
USER: κυκλοφορίες, δελτία, απελευθερώσεις, απελευθερώνει, Releases
GT
GD
C
H
L
M
O
relevant
/ˈrel.ə.vənt/ = ADJECTIVE: σχετικός, πρέπων;
USER: σχετικές, σχετική, σχετικών, σχετικά, σχετικό
GT
GD
C
H
L
M
O
remember
/rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι;
USER: θυμάμαι, θυμάστε, θυμηθείτε, θυμόμαστε, να θυμάστε, να θυμάστε
GT
GD
C
H
L
M
O
remote
/rɪˈməʊt/ = ADJECTIVE: μακρινός, απομεμακρυσμένος, απόμερος, μακρυνός;
USER: μακρινός, απομακρυσμένες, απομακρυσμένο, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
rename
/ˌriːˈneɪm/ = VERB: μετονομάζω;
USER: μετονομάζω, μετονομάσετε, μετονομάστε, να μετονομάσετε, μετονομασία
GT
GD
C
H
L
M
O
render
/ˈren.dər/ = VERB: προσφέρω, ανταποδίδω, καθιστώ;
NOUN: σχίζων;
USER: καθιστούν, καταστήσει, καταστήσουν, να καταστήσει, καθιστά
GT
GD
C
H
L
M
O
reopen
/ˌriːˈəʊ.pən/ = VERB: ανοίγω πάλι, ξανανοίγω;
USER: ξανανοίξει, επαναλάβει, επανάληψη, εκ νέου, ανοίξει εκ νέου
GT
GD
C
H
L
M
O
repeatedly
/rɪˈpiː.tɪd.li/ = ADVERB: επανειλημμένα, επανειλημμένως;
USER: επανειλημμένα, επανειλημμένως, επανάληψη
GT
GD
C
H
L
M
O
replicated
/ˈrep.lɪ.keɪt/ = USER: αναπαραχθεί, αναπαραχθούν, αναπαράγονται, αντιγραφεί, αναπαραγωγή
GT
GD
C
H
L
M
O
report
/rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος;
VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: έκθεση, αναφέρουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
reporting
/rɪˈpɔːt/ = VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: εκθέσεων, την υποβολή εκθέσεων, υποβολή εκθέσεων, αναφορά, αναφοράς
GT
GD
C
H
L
M
O
reports
/rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος;
VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: εκθέσεις, εκθέσεων, αναφορές, τις εκθέσεις, αναφορών
GT
GD
C
H
L
M
O
representing
/ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω;
USER: εκπροσωπούν, που αντιπροσωπεύουν, που εκπροσωπούν, αντιπροσωπεύουν, αντιπροσωπεύει
GT
GD
C
H
L
M
O
required
/rɪˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: υποχρεούμαι;
USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, που απαιτείται, χρειάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
requirements
/rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία;
USER: απαιτήσεις, απαιτήσεων, τις απαιτήσεις, προϋποθέσεις, προδιαγραφές
GT
GD
C
H
L
M
O
requires
/rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ;
USER: απαιτεί, απαιτείται, απαιτεί την, απαιτεί από, προϋποθέτει, προϋποθέτει
GT
GD
C
H
L
M
O
rerunning
/ˌriːˈrʌn/ = VERB: ξαναπροIάλλω;
USER: εκτελώντας, εκτελώντας ξανά,
GT
GD
C
H
L
M
O
reserve
/rɪˈzɜːv/ = NOUN: απόθεμα, επιφύλαξη, εφεδρεία, έφεδρος;
VERB: εξασφαλίζω, επιφυλάττω, κρατώ;
USER: απόθεμα, εφεδρεία, επιφύλαξη, αποθεματικό, καταφύγιο
GT
GD
C
H
L
M
O
resized
/rēˈsīz/ = USER: αλλαγή μεγέθους, αλλάξει το μέγεθός τους, αλλάξει το μέγεθός, να αλλάξει το μέγεθός, αλλάξει το μέγεθος
GT
GD
C
H
L
M
O
resolve
/rɪˈzɒlv/ = VERB: αποφασίζω, αναλύω, διαλύομαι, ξεμπερδεύω;
USER: επιλύσει, επίλυση, επιλύσουν, την επίλυση, επιλυθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
resource
/rɪˈzɔːs/ = NOUN: πόρος, μέσο, εφευρετικότητα, προσόν;
USER: πόρος, πόρων, των πόρων, πόρο, πόρου
GT
GD
C
H
L
M
O
resources
/ˈrēˌsôrs,ˈrēˈzôrs,riˈsôrs,riˈzôrs/ = NOUN: πόροι;
USER: πόροι, πόρων, πόρους, περισσότερες πληροφορίες, τους πόρους
GT
GD
C
H
L
M
O
respective
/rɪˈspek.tɪv/ = ADJECTIVE: σχετικός;
USER: αντίστοιχων, αντίστοιχα, των αντίστοιχων, αντίστοιχες, αντίστοιχους
GT
GD
C
H
L
M
O
restart
/ˌriːˈstɑːt/ = USER: επανεκκίνηση, επανεκκινήσετε, επανεκκίνηση του, κάντε επανεκκίνηση, επανεκκινήσετε τον
GT
GD
C
H
L
M
O
restrict
/rɪˈstrɪkt/ = VERB: περιορίζω, περιστέλλω;
USER: περιορίσει, περιορίζουν, περιορίζει, περιορισμό, περιορίσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
restricted
/rɪˈstrɪk.tɪd/ = ADJECTIVE: περιορισμένος;
USER: περιορισμένος, περιορίζεται, περιορίζονται, περιοριστεί, περιορισμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
restriction
/rɪˈstrɪk.ʃən/ = NOUN: περιορισμός;
USER: περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
restrictions
/rɪˈstrɪk.ʃən/ = NOUN: περιορισμός;
USER: περιορισμούς, περιορισμοί, περιορισμών, τους περιορισμούς, οι περιορισμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
result
/rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο;
VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτέλεσμα, οδηγήσει, ως αποτέλεσμα, προκαλέσει, έχει ως αποτέλεσμα
GT
GD
C
H
L
M
O
resulting
/rɪˈzʌl.tɪŋ/ = VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτέλεσμα, με αποτέλεσμα, που προκύπτουν, προκύπτουν, προκύπτει
GT
GD
C
H
L
M
O
results
/rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο;
VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
retired
/rɪˈtaɪəd/ = ADJECTIVE: συνταξιούχος, απόμερος;
NOUN: αποσυρθείς;
USER: συνταξιούχος, αποσύρθηκε, συνταξιούχων, συνταξιοδοτηθεί, συνταξιοδοτήθηκαν
GT
GD
C
H
L
M
O
retrieve
/rɪˈtriːv/ = VERB: ανακτώ, ξαναβρίσκω, επανορθώ, επανορθώνω;
USER: ανάκτηση, ανακτήσετε, ανακτήσει, ανακτούν, να ανακτήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
return
/rɪˈtɜːn/ = NOUN: απόδοση, αποτέλεσμα;
VERB: επιστρέφω;
USER: απόδοση, επιστρέψει, επιστρέψετε, επιστρέψουν, επιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
revaluation
/riːˌvæljuːˈeɪʃən/ = NOUN: επανεκτίμηση, ανατίμηση;
USER: επανεκτίμηση, ανατίμηση, αναπροσαρμογής, αναπροσαρμογή, επανεκτίμησης
GT
GD
C
H
L
M
O
revaluing
/ˌriːˈvæl.ju/ = VERB: επανεκτιμώ;
USER: ανατίμηση, επανεκτίμηση, αναπροσαρμοiή της αξίας, αναπροσαρμοiή της τιμής, με την αναπροσαρμοiή,
GT
GD
C
H
L
M
O
revenue
/ˈrev.ən.juː/ = NOUN: πρόσοδος;
USER: έσοδα, Τα έσοδα, εσόδων, των εσόδων, έσοδα από
GT
GD
C
H
L
M
O
revert
/rɪˈvɜːt/ = VERB: επαναστρέφω;
USER: επανέλθει, επαναφορά, επανέρχονται, να επανέλθει, επαναφέρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
roe
/rəʊ/ = NOUN: αυγοτάραχο, ζαρκάδι, δορκάς, ώα, ιχθύος;
USER: αυγοτάραχο, ζαρκάδι, ROE, αυγά τους, ζαρκάδια
GT
GD
C
H
L
M
O
roles
/rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο;
USER: ρόλους, ρόλων, ρόλοι, τους ρόλους, οι ρόλοι
GT
GD
C
H
L
M
O
rolled
/rōl/ = VERB: κυλώ, τσουλάω, τυλίσσω, κυλίω, κυλιόμαι, τυλίσσομαι;
USER: έλασης, ξεδιπλώσει, τυλίγονται, εκπληκτική ντρίμπλα πέρασε, εκπληκτική ντρίμπλα πέρασε τον
GT
GD
C
H
L
M
O
romantic
/rəʊˈmæn.tɪk/ = ADJECTIVE: ρομαντικός, ρωμαντικός;
USER: ρομαντικός, ρομαντικό, ρομαντικές στιγμές, ρομαντικές, ρομαντική
GT
GD
C
H
L
M
O
rose
/rəʊz/ = NOUN: τριαντάφυλλο, ρόδο, ρόζα, ροδόχρους;
USER: τριαντάφυλλο, αυξήθηκε, αυξήθηκαν, ανήλθε, αυξήθηκαν κατά
GT
GD
C
H
L
M
O
round
/raʊnd/ = ADVERB: γύρω, πέριξ, ολόγυρα;
NOUN: γύρος, κύκλος, βολή, κρέας από τον μηρόν;
ADJECTIVE: στρογγυλός, κυκλικός;
VERB: τριγύρω, στρογγυλεύω, περικυκλώ;
USER: γύρω, γύρω από, γύρο, στρογγυλοποιεί, στρογγυλοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
rounded
/ˈraʊn.dɪd/ = VERB: τριγύρω, στρογγυλεύω, περικυκλώ;
USER: στρογγυλεμένες, στρογγυλοποιείται, στρογγυλεμένη, στρογγυλοποίηση, στρογγυλοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
row
/rəʊ/ = NOUN: σειρά, στοίχος, καβγάς, φιλονικία, αράδα, ταραχή, οχλαγωγία;
VERB: κωπηλατώ, φιλονικώ θορυβωδώς;
USER: σειρά, γραμμή, σειράς, γραμμής, συνεχόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
rows
/rəʊ/ = NOUN: σειρά, στοίχος, καβγάς, φιλονικία, αράδα, ταραχή, οχλαγωγία;
VERB: κωπηλατώ, φιλονικώ θορυβωδώς;
USER: σειρές, γραμμές, σειρών, γραμμών, τις γραμμές
GT
GD
C
H
L
M
O
rsp
= USER: ΕΠΣ, RSP, ΚΔΑΥ, ΠΕΣ
GT
GD
C
H
L
M
O
run
/rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος;
VERB: τρέχω, ρέω;
USER: τρέχει, τρέχουν, τρέξει, εκτελέσετε, εκτελέστε, εκτελέστε
GT
GD
C
H
L
M
O
running
/ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων;
ADJECTIVE: τρεχάτος;
USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
safeguards
/ˈseɪf.ɡɑːd/ = NOUN: προστασία, εξασφάλιση, περιφρούρηση;
USER: διασφαλίσεις, εγγυήσεις, διασφαλίσεων, εγγυήσεων, διασφάλισης
GT
GD
C
H
L
M
O
sale
/seɪl/ = NOUN: πώληση, εκπτώσεις, πώλησις, ευκαιρία;
USER: πώληση, πώλησης, Τιμή πώλησης, Τιμή πώλησης
GT
GD
C
H
L
M
O
sales
/seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός;
USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
salt
/sɒlt/ = NOUN: άλας, αλάτι;
ADJECTIVE: αλμυρός;
VERB: αλατίζω;
USER: αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, το αλάτι
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
sap
/sæp/ = NOUN: χυμός δέντρου, υπόνομος;
VERB: υποσκάπτω, υπονομεύω;
USER: SAP, σφρίγος, χυμός, ΔΣΣ, το SAP
GT
GD
C
H
L
M
O
save
/seɪv/ = PREPOSITION: εκτός;
VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ;
USER: εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, αποταμιεύσετε, εξοικονομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
saved
/seɪv/ = VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ;
USER: αποθηκευτεί, αποθηκεύονται, σωθεί, αποθηκεύεται, έσωσε, έσωσε
GT
GD
C
H
L
M
O
saves
/seɪv/ = VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ;
USER: αποθηκεύει, εξοικονομεί, σώζει, αποθηκεύει τα, εξοικονομείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
scenario
/sɪˈnɑː.ri.əʊ/ = NOUN: σενάριο, υπόθεση κηνιματογραφικού έργου;
USER: σενάριο, το σενάριο, σεναρίου, σεναρίων
GT
GD
C
H
L
M
O
scenarios
/sɪˈnɑː.ri.əʊ/ = NOUN: σενάριο, υπόθεση κηνιματογραφικού έργου;
USER: σενάρια, σεναρίων, τα σενάρια, σενάρια που
GT
GD
C
H
L
M
O
schedule
/ˈʃed.juːl/ = NOUN: πρόγραμμα, δρομολόγια, δρομολόγιο, ονοματολόγιο, επίσημος κατάλογος;
VERB: σχεδιάζω, θέτω εις το δρομολόγιον;
USER: πρόγραμμα, προγραμματίσετε, χρονοδιάγραμμα, το χρονοδιάγραμμα, προγραμματίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
scheduling
/ˈʃed.juːl/ = NOUN: χρονοδρομολόγηση;
USER: προγραμματισμός, προγραμματισμό, προγραμματισμού, τον προγραμματισμό, προγραμματισμό των
GT
GD
C
H
L
M
O
scheme
/skiːm/ = NOUN: σχέδιο, σχεδιάγραμμα, συνδυασμός, σκευωρία;
VERB: σχεδιάζω, σκευωρώ;
USER: σχέδιο, καθεστώς, καθεστώτος, σύστημα, συστήματος
GT
GD
C
H
L
M
O
school
/skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων;
VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ;
USER: σχολείο, σχολή, σχολείου, το σχολείο, σχολική, σχολική
GT
GD
C
H
L
M
O
script
/skrɪpt/ = NOUN: γραφή, χειρόγραφο, πρωτότυπο, καλλιγραφικά στοιχεία;
USER: γραφή, χειρόγραφο, script, σενάριο, δέσμη ενεργειών
GT
GD
C
H
L
M
O
sdk
= USER: SDK, η SDK
GT
GD
C
H
L
M
O
seasonal
/ˈsiː.zən.əl/ = ADJECTIVE: εποχής, εποχιακός;
USER: εποχιακός, εποχής, εποχική, εποχιακή, εποχιακά
GT
GD
C
H
L
M
O
second
/ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος;
NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας;
VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω;
USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
GT
GD
C
H
L
M
O
secret
/ˈsiː.krət/ = NOUN: μυστικό;
ADJECTIVE: μυστικός;
USER: μυστικό, μυστική, μυστικές, μυστικών, απόρρητο
GT
GD
C
H
L
M
O
secure
/sɪˈkjʊər/ = ADJECTIVE: ασφαλής;
VERB: ασφαλίζω, εξασφαλίζω;
USER: ασφαλής, εξασφαλίσει, εξασφάλιση, διασφάλιση, εξασφαλίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
securely
/sɪˈkjʊə.li/ = ADVERB: ασφαλώς;
USER: ασφαλώς, ασφάλεια, με ασφάλεια, καλά, ασφαλή
GT
GD
C
H
L
M
O
security
/sɪˈkjʊə.rɪ.ti/ = NOUN: ασφάλεια, εγγύηση, ασφάλιση, σιγουριά, χρεόγραφο, μετοχή, εγγυητής;
USER: ασφάλεια, ασφάλιση, εγγύηση, ασφάλειας, ασφαλείας
GT
GD
C
H
L
M
O
seem
/sēm/ = VERB: φαίνομαι;
USER: φαίνεται, φαίνεται ότι, φαίνονται, φαίνεται να, να φαίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
segments
/ˈseɡ.mənt/ = NOUN: τμήμα, τεμάχιο;
VERB: διατέμνω;
USER: τμήματα, τμημάτων, τα τμήματα, τομέων, τομείς
GT
GD
C
H
L
M
O
select
/sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω;
ADJECTIVE: εκλεκτός;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, επιλέξει, επιλέγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
selection
/sɪˈlek.ʃən/ = NOUN: επιλογή, εκλογή;
USER: επιλογή, επιλογής, ποικιλία, την επιλογή, συλλογή
GT
GD
C
H
L
M
O
send
/send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω;
USER: αποστολή, στείλετε, στείλτε, να στείλετε, στείλει
GT
GD
C
H
L
M
O
separate
/ˈsep.ər.ət/ = ADJECTIVE: ξεχωριστός, χωριστός;
VERB: χωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω, διαχωρίζομαι;
USER: ξεχωριστός, χωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
GT
GD
C
H
L
M
O
sept
/sepˈtem.bər/ = USER: Σεπτέμβριος, Σεπτέμβριο, Σεπτέμβρης, Σεπ, Σεπτέμβρη
GT
GD
C
H
L
M
O
sequel
/ˈsiː.kwəl/ = NOUN: συνέχεια, επακόλουθο;
USER: συνέχεια, sequel, συνέπεια, συνέχεια του, το sequel
GT
GD
C
H
L
M
O
serial
/ˈsɪə.ri.əl/ = ADJECTIVE: σειράς, σειριακός, διαδοχικός;
NOUN: επιφυλλίδα, δημοσίευμα εις τεύχη;
USER: σειράς, σειριακός, αύξοντα, σειριακή, σειριακό
GT
GD
C
H
L
M
O
serious
/ˈsɪə.ri.əs/ = ADJECTIVE: σοβαρός, σπουδαίος, αισθητός;
USER: σοβαρός, σοβαρές, σοβαρή, σοβαρό, σοβαρά
GT
GD
C
H
L
M
O
server
/ˈsɜː.vər/ = NOUN: υπηρέτης, δίσκος;
USER: διακομιστή, διακομιστής, εξυπηρετητή, διακομιστές, σέρβερ
GT
GD
C
H
L
M
O
service
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
session
/ˈseʃ.ən/ = NOUN: συνεδρίαση, σύνοδος;
USER: συνεδρίαση, σύνοδος, σύνοδο, συνόδου, συνεδρία
GT
GD
C
H
L
M
O
set
/set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο;
VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ;
ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός;
USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
settings
/ˈset.ɪŋ/ = NOUN: τοποθέτηση, δύση, σύνθεση, δέσιμο δακτυλιολίθου, σκηνογραφία, δέσιμο κοσμήματος;
USER: ρυθμίσεις, ρυθμίσεων, τις ρυθμίσεις, ρυθμίσεις του, των ρυθμίσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
setup
/ˈsetʌp/ = USER: setup, ρύθμιση, εγκατάσταση, εγκατάστασης, ρύθμισης
GT
GD
C
H
L
M
O
several
/ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι;
PRONOUN: μερικοί;
USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες
GT
GD
C
H
L
M
O
share
/ʃeər/ = NOUN: μερίδιο, μετοχή, μερίδα, υνί, μέρος ποσοστό, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές;
VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω;
USER: μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, το μερίδιο, ποσοστό
GT
GD
C
H
L
M
O
she
/ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη;
USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια
GT
GD
C
H
L
M
O
sheet
/ʃiːt/ = NOUN: σεντόνι, οθόνη, σινδών, φύλλο χαρτού, φύλλο μέταλλου;
USER: σεντόνι, φύλλο, φύλλου, φύλλων, δελτίο
GT
GD
C
H
L
M
O
shop
/ʃɒp/ = NOUN: κατάστημα, μαγαζί, εργαστήριο;
VERB: ψωνίζω;
USER: κατάστημα, shop, ψωνίσετε, ψωνίζουν, ψωνίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
should
/ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε
GT
GD
C
H
L
M
O
shows
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: παραστάσεις, δείχνει, shows, επιδείξεις, παρουσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
side
/saɪd/ = NOUN: πλευρά, μέρος, πλευρό, μεριά;
ADJECTIVE: πλάγιος;
USER: πλευρά, πλευράς, πλευρά της, πλάι, πλευρικά
GT
GD
C
H
L
M
O
simple
/ˈsɪm.pl̩/ = ADJECTIVE: απλός, εύκολος, απλοϊκός, αφελής;
NOUN: απλούς;
USER: απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά, απλά
GT
GD
C
H
L
M
O
simpler
/ˈsɪm.pl̩/ = USER: απλούστερη, απλούστερο, απλούστερες, απλούστερα, απλό
GT
GD
C
H
L
M
O
simplification
/ˈsɪm.plɪ.faɪ/ = NOUN: απλοποίηση;
USER: απλοποίηση, απλούστευση, απλούστευσης, απλοποίησης, την απλούστευση
GT
GD
C
H
L
M
O
simplified
/ˈsɪm.plɪ.faɪ/ = VERB: απλοποιώ;
USER: απλοποιημένη, απλουστευμένη, απλουστευμένες, απλοποιημένο, απλοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
simply
/ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα;
USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή
GT
GD
C
H
L
M
O
simulation
/ˌsɪm.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: προσομοίωση, προσποίηση, υπόκριση;
USER: προσομοίωση, προσομοίωσης, εξομοίωση, εξομοίωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
since
/sɪns/ = PREPOSITION: seit;
CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo;
ADVERB: seitdem, inzwischen;
USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
single
/ˈsɪŋ.ɡl̩/ = ADJECTIVE: μονόκλινο, μόνος, άγαμος, χωριστός, ανύπανδρος;
VERB: ξεχωρίζω;
USER: μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
GT
GD
C
H
L
M
O
sit
/sɪt/ = VERB: καθίζω, κάθημαι, επικάθημαι, συνεδριάζω, ποζάρω;
USER: κάθονται, καθίσει, να καθίσει, καθίστε, καθίσουν, καθίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
site
/saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο;
USER: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο, ιστοσελίδα, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
six
/sɪks/ = USER: six-, six;
USER: έξι, έξη, από έξι
GT
GD
C
H
L
M
O
size
/saɪz/ = NOUN: μέγεθος, διάσταση, νούμερο, κόλλα, ανάστημα;
VERB: τοποθετώ κατά μεγέθη, εκμετρώ, εκτιμώ, κολλώ, κολλαρίζω;
USER: μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, size
GT
GD
C
H
L
M
O
sleepy
/ˈsliː.pi/ = ADJECTIVE: νυσταγμένος, νυσταλέος, υπνηλός, νυστάζων;
USER: νυσταγμένος, υπνηλία, νυσταλέο, κοιμισμένη, νυσταλέα
GT
GD
C
H
L
M
O
slice
/slaɪs/ = NOUN: φέτα, λεπτό τεμάχιο, φάλτσο χτύπημα;
VERB: κόπτω εις λεπτά τεμάχια, κόπτω εις φέτας;
USER: φέτα, κομμάτι, slice, φέτας, φετών
GT
GD
C
H
L
M
O
slices
/slaɪs/ = NOUN: φέτα, λεπτό τεμάχιο, φάλτσο χτύπημα;
USER: φέτες, σε φέτες, φετών, κομμάτια, τομές
GT
GD
C
H
L
M
O
slider
/ˈslīdər/ = NOUN: ολισθητής, ολισθαίνων;
USER: ολισθητής, ρυθμιστικό, slider, ολισθητήρα, ολισθητήρας
GT
GD
C
H
L
M
O
slides
/slaɪd/ = NOUN: ολίσθηση, τσουλήθρα, πλαξ διά προβολή, τσουλήθρα παιδική, φωτεινή εικόνα, κάτι ολισθαινό;
USER: διαφάνειες, διαφανειών, slides, τσουλήθρες, πλάκες
GT
GD
C
H
L
M
O
snow
/snəʊ/ = NOUN: χιόνι;
VERB: χιονίζω;
USER: χιόνι, χιονό, χιονιού, ντεπόζιτο χιονό
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
sold
/səʊld/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι;
USER: πωλείται, πωλούνται, πωλήθηκε, που πωλούνται, πωληθεί, πωληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
solution
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: διάλυμα, λύση, διαλύματος, λύσης, επίλυση
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
sometimes
/ˈsʌm.taɪmz/ = ADVERB: μερικές φορές, ενίοτε, πότε πότε, κάπου κάπου;
USER: μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, συχνά, συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
sop
/sɒp/ = NOUN: δόλωμα, έμβαμμα, βούτημα, μουσκεμένο ψωμί, πραϋντικό;
VERB: εμβρέχω, βουτώ;
USER: δόλωμα, βουτώ, βούτημα, έμβαμμα, εμβρέχω
GT
GD
C
H
L
M
O
sound
/saʊnd/ = NOUN: ήχος, πορθμός, στενό;
ADJECTIVE: υγιής, βαθύς, γερός, σώος, φρόνιμος;
VERB: ηχώ, διαδίδω, βαθυμετρώ, βολιδοσκοπώ;
USER: ήχος, υγιής, ακούγεται, ήχο, να ακούγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
source
/sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση;
USER: πηγή, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές
GT
GD
C
H
L
M
O
sources
/sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση;
USER: πηγές, πηγών, τις πηγές, εξακριβωμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
specific
/spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος;
USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
stage
/steɪdʒ/ = NOUN: στάδιο, φάση, σκηνή, εξέδρα, λεωφορείο, παλκοσενικό;
VERB: αναβιβάζω επί της σκηνής, σκηνοθετώ;
USER: στάδιο, φάση, σκηνή, σταδίου, το στάδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
stages
/steɪdʒ/ = NOUN: στάδιο, φάση, σκηνή, εξέδρα, λεωφορείο, παλκοσενικό;
VERB: αναβιβάζω επί της σκηνής, σκηνοθετώ;
USER: στάδια, τα στάδια, σταδίων, Διαδρομή, φάσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
stand
/stænd/ = NOUN: στάση, εξέδρα, βάθρο, σταμάτημα, παράπηγμα, στάντζα;
VERB: στέκομαι, αντέχω, στέκω, ίσταμαι, υπομένω, κείμαι;
USER: στάση, σταθεί, ξεχωρίζουν, ηρεμία, να σταθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
standard
/ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπο, μέτρο, κανών, σημαία, φλάμπουρο;
ADJECTIVE: κανονικός, πρότυπος, καθιερωμένος, σταθερός, κριτήριος;
USER: πρότυπο, τυπική, προτύπου, πρότυπα
GT
GD
C
H
L
M
O
star
/stɑːr/ = NOUN: αστέρι, άστρο, πρωταγωνιστής, αστήρ;
VERB: πρωταγωνιστώ;
USER: αστέρι, αστέρων, ξενοδοχείων
GT
GD
C
H
L
M
O
start
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
started
/stɑːt/ = VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, αρχίσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
starting
/stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα;
ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων;
USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη
GT
GD
C
H
L
M
O
statements
/ˈsteɪt.mənt/ = NOUN: δήλωση, κατάσταση, ανακοίνωση, έκθεση, λογαριασμίς, γενικός λογαριασμός;
USER: δηλώσεις, καταστάσεων, καταστάσεις, δηλώσεων, τις δηλώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
status
/ˈsteɪ.təs/ = NOUN: κατάσταση, θέση;
USER: κατάσταση, θέση, καθεστώς, κατάστασης, καθεστώτος
GT
GD
C
H
L
M
O
steamers
/ˈstiː.mər/ = NOUN: ατμόπλοιο, Iαπόρι, χύτρα;
USER: ατμόπλοια, ατμού, τα ατμόπλοια,
GT
GD
C
H
L
M
O
stop
/stɒp/ = NOUN: στάση, παύση, σταμάτημα, τελεία, στιγμή;
VERB: σταματώ, παύω, σταθμεύω, μένω;
USER: στάση, παύση, σταματήσει, να σταματήσει, σταματήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
storage
/ˈstɔː.rɪdʒ/ = NOUN: αποθήκευση, αποθήκη, ενοίκιο αποθηκεύσεως;
USER: αποθήκευση, αποθήκη, αποθήκευσης, αποθεματοποίησης, αποθεματοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
stored
/stɔːr/ = VERB: εφοδιάζω, εναποθηκεύω;
USER: αποθηκευμένα, αποθηκεύονται, αποθηκεύεται, αποθηκευμένο, αποθηκευτεί, αποθηκευτεί
GT
GD
C
H
L
M
O
structure
/ˈstrʌk.tʃər/ = NOUN: δομή, κατασκευή, κτίριο, οικοδομή;
USER: δομή, κατασκευή, δομής, διάρθρωση, διάρθρωσης, διάρθρωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
studio
/ˈstjuː.di.əʊ/ = NOUN: στούντιο, ατελιέ, εργαστήριο καλλιτέχνου;
USER: στούντιο, Studio, γκαρσονιέρα, ατελιέ
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
suggested
/səˈdʒest/ = VERB: προτείνω, εισηγούμαι, υποδηλώνω, υπαινίσομαι;
USER: πρότειναν, προτεινόμενες, πρότεινε, προτείνεται, προτείνει
GT
GD
C
H
L
M
O
support
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη
GT
GD
C
H
L
M
O
supported
/səˈpɔːt/ = VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστηρίζονται, υποστηρίζεται, υποστηριζόμενη, υποστήριξη, υποστήριξε
GT
GD
C
H
L
M
O
supports
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστηρίζει, στηρίζει, υποστηρίζει την, υποστηρίζει τη, υποστηρίζει τις
GT
GD
C
H
L
M
O
sync
/sɪŋk/ = USER: συγχρονισμό, sync, συγχρονίσετε, συγχρονισμού, συγχρονισμός
GT
GD
C
H
L
M
O
synchronized
/ˈsɪŋ.krə.naɪz/ = VERB: συγχρονίζω;
USER: συγχρονισμένη, συγχρονισμένες, συγχρονίζονται, συγχρονισμένα, συγχρονισμένο"
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
tab
/tæb/ = NOUN: πουκάμισο με κοντά μανίκια, κοντομάνικη μπλούζα;
USER: καρτέλα, Στην καρτέλα, tab, καρτέλας, tab για
GT
GD
C
H
L
M
O
table
/ˈteɪ.bl̩/ = NOUN: τραπέζι, τράπεζα, πίναξ;
ADJECTIVE: επιτραπέζιος;
VERB: θέτω επί τη τράπεζα, αναβάλλω συζήτηση;
USER: τραπέζι, πίνακα, πίνακας, πίνακα που, επιτραπέζια
GT
GD
C
H
L
M
O
tables
/ˈteɪ.bl̩/ = NOUN: τραπέζι, τράπεζα, πίναξ;
VERB: θέτω επί τη τράπεζα, αναβάλλω συζήτηση;
USER: πίνακες, τραπέζια, πινάκων, τους πίνακες, πίνακες που
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
takes
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: λαμβάνει, παίρνει, χρειάζεται, διαρκεί, αναλαμβάνει
GT
GD
C
H
L
M
O
task
/tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία;
USER: έργο, καθήκον, εργασία, αποστολή, εργασιών
GT
GD
C
H
L
M
O
tasks
/tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία;
USER: καθήκοντα, εργασίες, τα καθήκοντα, καθηκόντων, καθήκοντά
GT
GD
C
H
L
M
O
tax
/tæks/ = NOUN: φόρος;
VERB: φορολογώ, επιβαρύνω;
USER: φόρος, φόρου, φόρο, φορολογικών, φορολογική
GT
GD
C
H
L
M
O
teams
/tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων;
USER: ομάδες, ομάδων, οι ομάδες, ομάδα, τις ομάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
technical
/ˈtek.nɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνικός;
USER: τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής
GT
GD
C
H
L
M
O
technique
/tekˈniːk/ = NOUN: τεχνική;
USER: τεχνική, τεχνικής, τεχνική που, την τεχνική, τεχνική για
GT
GD
C
H
L
M
O
ten
/ten/ = USER: ten-, ten, δεκάδα;
USER: δέκα, από δέκα, δεκάδα, δεκάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
tend
/tend/ = VERB: τείνω, φροντίζω, κλίνω, φυλάσσω, φυλάττω, περιποιούμαι, ρέπω, συντελώ;
USER: τείνουν, τάση, έχουν την τάση, τείνει, την τάση
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
theft
/θeft/ = NOUN: κλοπή, κλεψιά;
USER: κλοπή, κλοπής, την κλοπή, κλοπές, της κλοπής
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
therefore
/ˈðeə.fɔːr/ = ADVERB: επομένως, ως εκ τούτου, άρα, όθεν;
USER: ως εκ τούτου, επομένως, άρα, συνεπώς, συνέπεια
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
third
/θɜːd/ = USER: third-, third;
USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
thus
/ðʌs/ = ADVERB: έτσι, ούτως, τοιουτοτροπώς;
USER: έτσι, επομένως, συνεπώς, συνέπεια, εκ τούτου
GT
GD
C
H
L
M
O
ticket
/ˈtɪk.ɪt/ = NOUN: εισιτήριο, δελτίο, τικέτο, θαμνώνας, κατάλογος υποψήφιων, σημείωμα;
VERB: επισημειώ, μαρκάρω;
USER: εισιτήριο, εισιτηρίων, εισιτηρίου, εισιτήρια για, για εισιτήρια
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
today
/təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα;
USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το
GT
GD
C
H
L
M
O
too
/tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ;
USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα
GT
GD
C
H
L
M
O
tool
/tuːl/ = NOUN: εργαλείο, σύνεργο, ψωλή;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: εργαλείο, εργαλείου, μέσο, εργαλείο για, το εργαλείο
GT
GD
C
H
L
M
O
tools
/tuːl/ = NOUN: εργαλεία;
USER: εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία
GT
GD
C
H
L
M
O
topics
/ˈtɒp.ɪk/ = NOUN: θέμα, ζήτημα;
USER: θέματα, τα θέματα, θεμάτων, θέματα που, ζητήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
total
/ˈtəʊ.təl/ = NOUN: σύνολο, άθροισμα, όλο, ολικό ποσό, ολικό άθροισμα;
ADJECTIVE: συνολικός, ολικός, ολόκληρος;
VERB: συμποσούμαι, αθροίζω;
USER: σύνολο, συνολικός, συνολικού, συνολική, συνολικό
GT
GD
C
H
L
M
O
tracing
/ˈtreɪ.sɪŋ/ = NOUN: ιχνηλασία, ιχνογράφηση, εξιχνίαση, αντιγραφή;
USER: ιχνηλασία, εντοπισμό, τον εντοπισμό, ανίχνευση, εντοπισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
track
/træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος;
VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ;
USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
tracking
/trak/ = VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ;
USER: παρακολούθησης, tracking, εντοπισμού, παρακολούθηση, την παρακολούθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
transact
/trænˈzækt/ = VERB: διεξάγω, διεκπεραιώνω, εκτελώ;
USER: συναλλάσσονται, συναλλαγές, να συναλλάσσονται, συναλλάσσονται με, συναλλαγή
GT
GD
C
H
L
M
O
transaction
/trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή;
USER: συναλλαγή, πράξη, συναλλαγής, συναλλαγών, πράξης
GT
GD
C
H
L
M
O
transactions
/trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή;
USER: συναλλαγές, συναλλαγών, πράξεις, των συναλλαγών, οι συναλλαγές
GT
GD
C
H
L
M
O
transcript
/ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο;
USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
transfer
/trænsˈfɜːr/ = NOUN: μεταβίβαση, μεταφορά, μετάθεση, έμβασμα, μετεπιβίβαση, ανταπόκριση, εισιτήριο αλλαγής λεωφορείου;
VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταθέτω, μετακινώ;
USER: μεταφορά, μεταβίβαση, μεταφέρω, μεταφέρετε, μεταφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
transition
/trænˈzɪʃ.ən/ = NOUN: μετάβαση, μετάπτωση, αλλαγή;
USER: μετάβαση, μετάβασης, μεταβατική, μεταβατικής, μεταβατικό στάδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
transparency
/tranˈsparənsē/ = NOUN: διαφάνεια;
USER: διαφάνεια, διαφάνειας, τη διαφάνεια, της διαφάνειας, η διαφάνεια
GT
GD
C
H
L
M
O
trends
/trend/ = NOUN: τάση, ροπή, φορά;
USER: τάσεις, τάσεων, τις τάσεις, οι τάσεις, τάσεις της
GT
GD
C
H
L
M
O
trigger
/ˈtrɪɡ.ər/ = NOUN: σκανδάλη, σκανδάλη όπλου;
VERB: θέτω εις ενέργεια, τραβώ την σκανδάλη;
USER: ενεργοποιούν, έναυσμα, προκαλέσει, να προκαλέσει, ενεργοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
triggered
/ˈtrɪɡ.ər/ = VERB: θέτω εις ενέργεια, τραβώ την σκανδάλη;
USER: ενεργοποιείται, ενεργοποιούνται, προκάλεσε, πυροδότησε, ενεργοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
true
/truː/ = ADJECTIVE: αληθής, πιστός, ακριβής, βέρος;
USER: αληθής, αλήθεια, πραγματική, ισχύει, αληθινή, αληθινή
GT
GD
C
H
L
M
O
truth
/truːθ/ = NOUN: αλήθεια;
USER: αλήθεια, αλήθειας, την αλήθεια, πραγματικότητα, η αλήθεια
GT
GD
C
H
L
M
O
trying
/ˈtraɪ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: δύσκολος, κουραστικός;
USER: προσπαθώντας, προσπαθεί, προσπάθεια, προσπαθούν, προσπαθούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
type
/taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο;
VERB: δακτυλογραφώ;
USER: τύπος, τύπου, τύπο, είδος, τον τύπο
GT
GD
C
H
L
M
O
types
/taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο;
VERB: δακτυλογραφώ;
USER: τύποι, τύπων, είδη, τύπους, τους τύπους
GT
GD
C
H
L
M
O
ui
= USER: ui, περιβάλλον χρήστη, ΚΠΕ, περιβάλλοντος εργασίας Χρήστη, διεπαφή χρήστη,
GT
GD
C
H
L
M
O
ultimately
/ˈʌl.tɪ.mət.li/ = ADVERB: τελικά;
USER: τελικά, τέλει, τελική ανάλυση, τελικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
unambiguous
/ˌʌn.æmˈbɪɡ.ju.əs/ = ADJECTIVE: ξεκάθαρος;
USER: σαφή, σαφής, ξεκάθαρη, σαφείς, αδιαμφισβήτητη
GT
GD
C
H
L
M
O
uncheck
/ˌənˈCHek/ = USER: uncheck, καταργήστε την επιλογή, αποεπιλέξτε, καταργήστε, αποεπιλέξετε
GT
GD
C
H
L
M
O
under
/ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω;
ADVERB: από κάτω;
USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
underlying
/ˌəndərˈlī/ = ADJECTIVE: βασικός, βαθύτερος, κειμένος υποκάτω;
USER: υποκείμενες, διέπουν, υποκειμένων, στηρίζεται, βασίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
unification
/ˈjuː.nɪ.faɪ/ = NOUN: ενοποίηση;
USER: ενοποίηση, ενοποίησης, την ενοποίηση, ένωση, επανένωση
GT
GD
C
H
L
M
O
unit
/ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς;
USER: μονάδα, μονάδας, συσκευή, ενότητα, μονάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
units
/ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς;
USER: μονάδες, μονάδων, οι μονάδες, τις μονάδες, μονάδες που
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
update
/ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω;
USER: ενημέρωση, ενημερώσετε, ενημερώνει, ενημερώνουν, επικαιροποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
updated
/ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω;
USER: ενημέρωση, επικαιροποιημένο, ενημερωμένο, ενημερώνεται, ενημερώθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
updates
/ʌpˈdeɪt/ = USER: ενημερώσεις, ενημερώσεων, ανανεώσεις, ενημέρωση, ενημερωμένες εκδόσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
upgrade
/ʌpˈɡreɪd/ = VERB: αναβαθμίζω;
NOUN: ανήφορος;
USER: αναβάθμιση, την αναβάθμιση, αναβάθμιση των, αναβαθμίσετε, αναβαθμίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
upgrades
/ʌpˈɡreɪd/ = NOUN: ανήφορος;
USER: αναβαθμίσεις, αναβαθμίσεων, αναβάθμιση, αναβάθμισης, βελτιώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
uploaded
/ʌpˈləʊd/ = USER: Ανέβηκαν, μεταφόρτωση, φορτώθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
upon
/əˈpɒn/ = PREPOSITION: επάνω σε, εις;
USER: επάνω σε, κατά, κατόπιν, κατά την, μετά
GT
GD
C
H
L
M
O
usability
/ˌjuːzəˈbɪləti/ = USER: χρηστικότητα, Ευχρηστία, χρηστικότητας, ευχρηστίας, τη χρηστικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
used
/juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος;
USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
user
/ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος;
USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης
GT
GD
C
H
L
M
O
users
/ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες
GT
GD
C
H
L
M
O
uses
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήσεις, χρησιμοποιεί, χρησιμοποιεί το, χρησιμοποιείται, Αριθμός
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
utilize
/ˈjuː.tɪ.laɪz/ = VERB: χρησιμοποιώ;
USER: χρησιμοποιούν, χρησιμοποιήσει, αξιοποιήσει, χρησιμοποιήσουν, χρησιμοποιήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
utilizes
/ˈjuː.tɪ.laɪz/ = VERB: χρησιμοποιώ;
USER: χρησιμοποιεί, αξιοποιεί, χρησιμοποιεί την, χρησιμοποιεί το
GT
GD
C
H
L
M
O
validation
/ˈvæl.ɪ.deɪt/ = NOUN: νομιμοποίηση;
USER: επικύρωση, επικύρωσης, την επικύρωση, επαλήθευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
valuation
/ˌvæl.juˈeɪ.ʃən/ = NOUN: εκτίμηση, αξιολόγηση, αξία;
USER: εκτίμηση, αξιολόγηση, αξία, αποτίμησης, αποτίμηση
GT
GD
C
H
L
M
O
value
/ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο;
VERB: εκτιμώ;
USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία
GT
GD
C
H
L
M
O
valued
/ˈvæl.juːd/ = ADJECTIVE: πολύτιμος;
USER: αποτιμώνται, αξιόλογο, αποτιμάται, εκτιμώνται, αξίας
GT
GD
C
H
L
M
O
values
/ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο;
VERB: εκτιμώ;
USER: τιμές, αξίες, αξιών, τιμών, οι τιμές
GT
GD
C
H
L
M
O
vandals
/ˈvand(ə)l/ = NOUN: βάνδαλος;
USER: βάνδαλοι, βανδάλων, βανδάλους, τους βανδάλους, βάνδαλους,
GT
GD
C
H
L
M
O
variables
/ˈveə.ri.ə.bl̩/ = USER: μεταβλητές, μεταβλητών, οι μεταβλητές, μεταβλητές που, τις μεταβλητές
GT
GD
C
H
L
M
O
variance
/ˈveə.ri.əns/ = NOUN: διακύμανση, διαφορά, διαφωνία;
USER: διακύμανση, διαφορά, διακύμανσης, διασποράς, αντίθεση
GT
GD
C
H
L
M
O
variances
/ˈveə.ri.əns/ = NOUN: διακύμανση, διαφορά, διαφωνία;
USER: διακυμάνσεων, διακυμάνσεις, διαφορές, αποκλίσεις, αποκλίσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
various
/ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους;
USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους
GT
GD
C
H
L
M
O
ve
/ -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ
GT
GD
C
H
L
M
O
vendor
/ˈven.dər/ = USER: προμηθευτή, πωλητή, πωλητής, vendor, προμηθευτής
GT
GD
C
H
L
M
O
vendors
/ˈven.dər/ = USER: πωλητές, προμηθευτές, οι πωλητές, τους προμηθευτές, τους πωλητές
GT
GD
C
H
L
M
O
verities
= NOUN: αλήθεια, φιλαλήθεια;
USER: αλήθειες, verities, αλήθειες που, αλήθειές, αληθειών,
GT
GD
C
H
L
M
O
version
/ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση;
USER: εκδοχή, έκδοση, έκδοσης, version, μορφή
GT
GD
C
H
L
M
O
versions
/ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση;
USER: εκδόσεις, εκδόσεων, εκδοχές, τις εκδόσεις, έκδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
versus
/ˈvɜː.səs/ = PREPOSITION: έναντι, κατά, εναντία;
USER: έναντι, σχέση, σε σχέση, σχέση με, σε σχέση με
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
view
/vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός;
VERB: βλέπω, θεωρώ;
USER: θέα, άποψη, δείτε, προβάλετε, ΠΡΟΒΟΛΗ
GT
GD
C
H
L
M
O
views
/vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός;
USER: θέα, προβολές, απόψεων, απόψεις, τις απόψεις
GT
GD
C
H
L
M
O
virtual
/ˈvɜː.tju.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός, κατ' ουσίαν καίτοι όχι πραγματικός, κατ' αποτέλεσμα καίτοι όχι πραγματικός;
USER: εικονικό, virtual, εικονική, εικονικής, εικονικές
GT
GD
C
H
L
M
O
visibility
/ˌvizəˈbilitē/ = NOUN: ορατότητα, ορατότης, θέα;
USER: ορατότητα, προβολή, προβολής, ορατότητας, την προβολή
GT
GD
C
H
L
M
O
visible
/ˈvɪz.ɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ορατός, θεατός;
USER: ορατός, ορατή, ορατό, ορατά, ορατές
GT
GD
C
H
L
M
O
visit
/ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη;
VERB: επισκέπτομαι;
USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
visual
/ˈvɪʒ.u.əl/ = ADJECTIVE: οπτικός;
USER: οπτικός, οπτική, οπτικό, οπτικής, οπτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
visualize
/ˈvɪʒ.u.əl.aɪz/ = VERB: φαντάζομαι, οραματίζομαι, κάνω ορατό, εικονίζω;
USER: φαντάζομαι, απεικονίσει, οπτικοποίηση, οπτικοποιήσετε, απεικονίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
want
/wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη;
NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια;
USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
warehouse
/ˈweə.haʊs/ = NOUN: αποθήκη;
VERB: αποθηκεύω;
USER: αποθήκη, αποθήκης, Warehouse, αποθήκες, αποθήκη Google
GT
GD
C
H
L
M
O
warehouses
/ˈweə.haʊs/ = NOUN: αποθήκη;
USER: αποθηκών, αποθήκες, αποταμίευση εμπορευμάτων, αποταμίευση, αποταμίευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
web
/web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή;
VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω;
USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων
GT
GD
C
H
L
M
O
welcome
/ˈwel.kəm/ = NOUN: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος δεξίωσις;
VERB: καλωσορίζω, προϋπαντώ, υποδέχομαι;
ADJECTIVE: ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος;
USER: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, καλωσορίζω, ευπρόσδεκτη, ευπρόσδεκτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
were
/wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
whenever
/wenˈev.ər/ = ADVERB: οποτεδήποτε, οσάκις;
USER: οποτεδήποτε, οσάκις, όποτε, κάθε φορά, όταν
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
whether
/ˈweð.ər/ = CONJUNCTION: αν, εάν, είτε;
USER: αν, εάν, είτε, κατά πόσον, πόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
whilst
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ;
USER: ενώ, παράλληλα, ταυτόχρονα, μολονότι
GT
GD
C
H
L
M
O
white
/waɪt/ = NOUN: λευκό;
ADJECTIVE: λευκός, άσπρος;
USER: λευκό, λευκός, άσπρο, λευκή, λευκά, λευκά
GT
GD
C
H
L
M
O
width
/wɪtθ/ = NOUN: πλάτος, εύρος, φάρδος;
USER: πλάτος, εύρος, φάρδος, πλάτους, Πάχος
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
window
/ˈwɪn.dəʊ/ = NOUN: παράθυρο;
USER: παράθυρο, window, παραθύρου, παραθύρων, παράθυρο του, παράθυρο του
GT
GD
C
H
L
M
O
windows
/ˈwɪn.dəʊ/ = NOUN: παράθυρο;
USER: παράθυρα, windows, παραθύρων, τα παράθυρα, τζάμια
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
within
/wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα;
USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
without
/wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν;
ADVERB: έξω;
USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την
GT
GD
C
H
L
M
O
wizard
/ˈwɪz.əd/ = NOUN: μάγος;
USER: μάγος, οδηγό, οδηγός, οδηγού, wizard
GT
GD
C
H
L
M
O
working
/ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος;
NOUN: τρόπος εργασίας;
USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
writer
/ˈraɪ.tər/ = NOUN: συγγραφέας, γράφων, γραψάς, συντάκτης κείμενου;
USER: συγγραφέας, συγγραφέα, εγγραφής
GT
GD
C
H
L
M
O
xml
/ˌeks.emˈel/ = USER: xml, Γιατροί, Γιατροί Χωρίς,
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
1093 words